Εκτός Τροχιάς

Εκτός ΤροχιάςΣυγγραφέας: Νάστου, Ελίζα

10,00€8,00€

¶μεσα διαθέσιμο

[…] Όταν βγαίνω στο διάδρομο, βρίσκομαι αντιμέτωπη με τρεις κλειστές πόρτες, τη μία δίπλα στην άλλη. Ποια κρύβει από πίσω της αυτόν που αγαπώ, δεν μπορώ να το μαντέψω.  Ονόματα στα κουδούνια των δύο δεν υπάρχουν καν, αλλά στην τρίτη μετά βίας διαβάζω τα αχνά γράμματα: Τσέλα. Εδώ είμαστε, λοιπόν. «Εδώ σε θέλω, Νάστια», μονολογώ ψιθυριστά. Ήρθα μέχρι το κατώφλι του, θα φύγω τώρα σαν τον κλέφτη; Όχι βέβαια! Απλώνω το χέρι και χτυπάω σιγανά, αλλά αποφασιστικά την πόρτα. Ανοίγει. Και κοιτάζω κατάματα τους φόβους μου να καθρεφτίζονται όλοι σε ένα ζευγάρι γαλάζια μάτια. […]

Η Νάστια είναι μια τυπική έφηβη των βορείων προαστίων, φοιτά σε ιδιωτικό κολέγιο και ζει μέσα στα πλούτη. Όταν, όμως, γνωρίζει τυχαία τον Ιλίρ, οι ισορροπίες στη ζωή της ανατρέπονται. Ο έρωτάς της για το νεαρό από την Αλβανία θα φέρει τα πάνω-κάτω και θα την μπλέξει σε έναν λαβύρινθο γεμάτο μυστικά και ψέματα, απΆ τον οποίο δεν μπορεί να ξεφύγει. Η Νάστια βγαίνει εκτός τροχιάς... Αξίζει ο Ιλίρ την αγάπη της ή μήπως κρύβει κι εκείνος ένα άλλο, πιο επικίνδυνο πρόσωπο;

Είδος: Βιβλίο
ISBN: 978-960-446-990-1
Αριθμός έκδοσης:
Έτος έκδοσης: 2015
Πρώτη έκδοση: 2015
Δέσιμο: Μαλακό εξώφυλλο
Διαστάσεις: 14 x 21
Σελίδες: 208
Βάρος: 320 γρ.


Πολύ εύκολα μπόρεσα να ξεγελάσω τον εαυτό μου, για μια βραδιά όμως μόνο. Σύντομα η Κυριακή ξημερώνει και δεν είναι δυνατόν να αγνοήσω την πραγματικότητα ούτε για ένα λεπτό πια. Ή θα πάω ή δε θα πάω - και φυσικά η επιλογή είναι μονόδρομος. Και όπως συμβαίνει σε κάθε σημαντική στιγμή της ζωής μου, τώρα έχω να πάρω μια εξίσου σημαντική απόφαση: τι θα φορέσω. Για ένα κορίτσι που από μωρό μεγάλωσε με το μότο “Dress to impress”, η εμφάνιση είναι το άλφα και το ωμέγα, το κλειδί κάθε επιτυχίας. Έτσι και στην πρώτη μου τετ-α-τετ συνάντηση με τον Ιλίρ πρέπει να δείχνω υπέροχη. Φυσικά, λόγω της ώρας επιλέγω κάτι απλό και κομψό. Ένα μαύρο τζιν παντελόνι σε στενή γραμμή και μια φούξια μπλούζα που δένει στον λαιμό. Αν και τέλη Σεπτέμβρη, κάνει αρκετή ζέστη και πιάνω τα μακριά μου μαλλιά σε μια ψηλή κοτσίδα. Κοιτάζομαι στον καθρέφτη: χάλια, έτσι μοιάζω με δωδεκάχρονο. Δε θα του αρέσω. Τα αφήνω κάτω, λυτά, βάζω λιπ-γκλος στα χείλη, οπωσδήποτε μάσκαρα να τονίσω ακόμη περισσότερο το πιο δυνατό μου σημείο -το βλέμμα- και ξανακαθρεφτίζομαι.
Το αποτέλεσμα με ικανοποιεί. Σίγουρα το κορίτσι που στέκεται μπροστά μου δεν είναι τόσο λαμπερό όσο ήταν δυο νύχτες πριν, αλλά και πάλι είναι όμορφο. Δυστυχώς, όμως, δείχνει ακριβώς την ηλικία της. Δεκατέσσερα, όχι δεκαοκτώ, ούτε καν δεκαέξι. Διώχνω με το ζόρι από μπροστά μου την εικόνα της σέξι Ρωσίδας που λίγο έλειψε να γδυθεί στη μέση της αυλής για χάρη του Ιλίρ, γιατί αν δεν τη διώξω δεν πρόκειται να πάω ποτέ στη συνάντησή μας. Πώς να ανταγωνιστώ την κοπέλα εκείνη; Αδύνατον. Ωστόσο, μια διστακτική φωνούλα μέσα μου προσπαθεί να με ενθαρρύνει, θυμίζοντάς μου ότι για να ζητήσει εκείνος να με δει, κάτι πρέπει να του αρέσει και σε μένα.

Αυτήν τη φορά το να ξεφύγω από τους δικούς μου είναι πανεύκολο. Η μαμά μου λείπει και όταν λέω στον μπαμπά μου ότι θα βρεθώ με μια συμμαθήτρια, μουρμουρίζει συγκαταβατικά, καθώς ετοιμάζεται να φύγει επειγόντως για την κλινική. Υπέροχα. Καλώ ταξί και μόλις ακούω την κόρνα, κλείνω αθόρυβα την εξωτερική πόρτα πίσω μου. Μάλλον φταίει η ένοχη συνείδησή μου: αφού έχω πάρει άδεια, ποιος ο λόγος να μην κάνω φασαρία; 
Οι δρόμοι είναι άδειοι και ο οδηγός τρέχει. Σημειώνω νοερά να του πω να με αφήσει κανένα χιλιόμετρο μακριά από το σχολείο. Δεν πρέπει να ξεχάσω ότι του παρουσιάστηκα σαν ένα κορίτσι που του μοιάζει, που δεν έχει λεφτά, που πηγαίνει στο δημόσιο, οπότε το να φτάσω με ταξί, δε δικαιολογείται. Πάση θυσία πρέπει να διατηρήσω το προφίλ που του παρουσίασα. Δεν μπορώ να εκτεθώ τόσο άσχημα απέναντί του, θα πεθάνω αν μάθει ότι του είπα ψέματα. Και ξαφνικά συνειδητοποιώ: αυτή είναι η τέλεια ευκαιρία να εξερευνήσω αυτό που πάντα μου τριβέλιζε το μυαλό. Πώς θα ήταν αν ήμουν μια άλλη, χωρίς πιέσεις και προκαθορισμένο μέλλον από την οικογένειά μου. Μπροστά στον Ιλίρ θα είμαι η ίδια Νάστια, με τα ίδια αισθήματα, τις ίδιες ιδέες, απλώς γεννημένη σε διαφορετικό μέρος και κάτω από άλλες συνθήκες. Θα μπορέσω κι εγώ να αγγίξω για λίγο την ψευδαίσθηση της ελευθερίας, της ανεξαρτησίας, των ανοιχτών μπροστά μου δρόμων κι επιλογών.

Οι σκέψεις αυτές ανεβάζουν την ψυχολογία μου και κατεβαίνω από το ταξί με χαμόγελο. Όσο πλησιάζω όμως προς το λύκειο, με καταλαμβάνει ένα έντονο άγχος, το οποίο αυξάνεται με κάθε βήμα. Κι αν δεν είναι εκεί; Κι αν με έστησε; Μα και να ήρθε, φοβάμαι ότι δε θα ξέρω τι να του πω και θα τον κοιτάω μόνο σαν υπνωτισμένη - πράγμα όχι και τόσο απίθανο, αν σκεφτεί κανείς πόσο ωραίος είναι. Προχωρώ ακολουθώντας την ίδια διαδρομή που πρωτοέκανα πριν από δέκα μέρες, χωρίς να φαντάζομαι τότε τι με περίμενε. Ωραία που είναι καμιά φορά η άγνοια! 

Επιτέλους διακρίνω την κλειστή αυλόπορτα του σχολείου, μα κανέναν μπροστά της, και η καρδιά μου βουλιάζει. Δεν ήρθε Μου έχουν κοπεί τα φτερά, αλλά συνεχίζω να περπατώ μηχανικά προς την πόρτα. Κανείς. Πλησιάζω στα κάγκελα και κοιτάζω προς τα μέσα, μην ξέροντας κι εγώ τι ψάχνω να βρω, ενώ νιώθω τα δάκρυα να κάνουν την εμφάνισή τους. 

«Εδώ είμαι, μην ψάχνεις άδικα στην αυλή», η φωνή του, ζεστή, αντρική, πασπαλισμένη με μια δόση ειρωνείας κάνει την ανάσα μου να κοπεί για μια στιγμή, πριν ξαναβρεί και πάλι τον ρυθμό της.
Κι όμως, δεν είναι η φαντασία μου, στέκεται πράγματι δυο μόλις μέτρα μακριά από μένα. Πιο ψηλός απΆ ό,τι τον θυμόμουν, πιο όμορφος, πιο επιβλητικός. Τα μπλε του μάτια καρφωμένα πάνω μου, με ζυγίζουν, όπως και στην πρώτη μας συνάντηση. Νιώθω το αίμα να ανεβαίνει στα μάγουλά μου - αχ, Θεέ μου, κάνε να μην κοκκινίσω!
«Καλησπέρα»

«Γεια σου, Νάστια». Και πάλι το όνομά μου ακούγεται τόσο όμορφο στα χείλη του, είναι σα να το ακούω πρώτη φορά στη ζωή μου.

Σιωπή. Γιατί να μην είμαι πιο ετοιμόλογη και ψύχραιμη; ¶λλες φορές μου είναι τόσο εύκολο να σπάσω τον πάγο, μα τώρα δε βρίσκω λόγια. Ευτυχώς κάνει ο Ιλίρ την αρχή.

«Πάμε να πιούμε έναν καφέ;»

«Πού, εδώ;» 

Γελάει.

«Εσύ τι λες; Βλέπεις καμιά καφετέρια εδώ γύρω;»

Τα έκανα θάλασσα. Πρώτη φορά νιώθω τέτοιο άγχος, το χέρι μου ακόμα δεν έχει ξεκολλήσει από τα κάγκελα, λες και πιάνομαι απΆ αυτά για να σώσω τη ζωή μου, και το αισθάνομαι να τρέμει.

«Όχι βέβαια, σίγουρα έχει κάπου εδώ κοντά, ε;»
«Κανένα δεκάλεπτο μακριά. Έλα, πάμε».

Αφήνω διστακτικά το κάγκελο και τον πλησιάζω. Τώρα είμαστε πολύ κοντά και η αλήθεια είναι ότι ελπίζω και εύχομαι να μου πιάσει το χέρι ώστε να περπατήσουμε παρέα ή -ακόμη πιο ελκυστική σκέψη- να περάσει το χέρι του γύρω από τη μέση μου, όπως έκανε και με την Ιλόνα (πόσο τη ζήλεψα εκείνη τη στιγμή!). Μα, προς μεγάλη μου απογοήτευση, ο Ιλίρ δεν κάνει τίποτα. Μόλις φτάνω δίπλα του, αρχίζει να περπατά και δε δείχνει διατεθειμένος να συνεχίσει την κουβέντα.

Πέφτει σε μένα, λοιπόν, ο κλήρος να βρω το θάρρος και να μιλήσω. Δε γίνεται να προχωράμε πλάι πλάι δέκα ολόκληρα λεπτά χωρίς μια κουβέντα. Είμαι σίγουρη ότι αν συμβεί, θα μου φανούν αιώνες. Επιστρατεύω το κουράγιο μου, ψάχνω μέσα μου το νάζι που τόσο αβίαστα μου βγαίνει απέναντι σε όλους, εκτός απΆ αυτόν, και λέω:

«Ξέρεις, δεν περίμενα να μου στείλεις μήνυμα για να βρεθούμε».

Χαμογελά και η ήδη ηλιόλουστη μέρα μέσα σε μια στιγμή γίνεται ακόμα πιο λαμπερή. Φοβερό χαμόγελο... Κάνει τα μάτια του να φωτίζονται, το γαλάζιο γίνεται ακόμη πιο έντονο, πιο βαθύ, πιο γεμάτο. Και φυσικά έχει λόγο να χαμογελά. Μόλις αποκάλυψα -έστω και εν γνώσει μου- την αδυναμία μου και συνεπώς την υπεροχή του. Ομολόγησα ότι δεν πίστευα πως κάποιος σαν αυτόν θα μπορούσε να δώσει σημασία σε κάποια σαν εμένα.

«Γιατί έτσι; Γιατί να ζητήσω το κινητό σου αν δεν ήθελα να σε ξαναδώ;»

«Δεν ξέρω, ήταν ένα χαζό προαίσθημα. Ή καλύτερα ανασφάλεια».

Δεν είμαι σίγουρη αν θα μου βγει σε καλό η τόση ειλικρίνεια. Πέρασα απΆ το ένα άκρο στο άλλο, μου φαίνεται.
«Δεν πιστεύω πως είσαι τόσο ανασφαλής όσο λες», λέει και η φωνή του μοιάζει τώρα ψυχρή.

«Πώς μπορείς να το ξέρεις αυτό; Από τη μιάμιση φορά που με είδες;» απαντώ.

Η σιγουριά του με εκνευρίζει. Έχει δίκιο πάντως. Δεν πρέπει να είμαι και τόσο ανασφαλής αν μπορώ και του «αντιμιλάω» μΆ αυτόν τον τρόπο.

«Πες το προαίσθημα», αποκρίνεται περιπαικτικά.

Παίζει με τα ίδια μου τα λόγια και το κάνει τόσο άνετα και επιτυχημένα, που δε μου αφήνει περιθώριο να θυμώσω ή να διαμαρτυρηθώ. Περνώ στην άμυνα και συνεχίζω με πιο γλυκό ύφος.

«Να, με τόσα κορίτσια να σε πολιορκούν, δε φαντάστηκα ότι θα σου μείνει χρόνος να γνωρίσεις και κάποια καινούργια κοπέλα».

«Κι αυτό από πού το συμπέρανες, μικρούλα;» Το χαϊδευτικό με κάνει να ανατριχιάσω από ευχαρίστηση, ο τόνος του μέχρι που είναι τρυφερός. «Από τη μιάμιση φορά που με είδες;» 

Ω, ναι, για ακόμη μια φορά το βέλος των λόγων του πέτυχε τον στόχο και τη σκέψη μου.

Σταματώ απότομα, κι αυτό τον αναγκάζει να κάνει κι εκείνος το ίδιο. Σηκώνει τα φρύδια σε μια απορημένη έκφραση κι εγώ βάζω τα χέρια στη μέση δήθεν τσατισμένη.

«Πάω πάσο, δεν μπορώ να τα βάλω μαζί σου, το ομολογώ!»

Γελάμε και οι δύο και τον αισθάνομαι τώρα λιγότερο απόμακρο, μπορώ σχεδόν να δω έναν δεσμό να σχηματίζεται ανάμεσά μας και να μας ενώνει λίγο περισσότερο απΆ ό,τι πριν.

Φτάνουμε στην καφετέρια. Δεν είναι τίποτα το ιδιαίτερο: ένας αρκετά μικρός χώρος, με πολύχρωμες φωτογραφίες στους τοίχους. Η μουσική που παίζει είναι lounge, όπως στα μαγαζιά που συχνάζω, κι αυτό με κάνει να νιώσω άνετα, λες και κατά κάποιον τρόπο ανήκω στο περιβάλλον αυτό. Κάθομαι σΆ ένα τραπέζι δίπλα στο παράθυρο κι από την έκφραση που παίρνει ο Ιλίρ καταλαβαίνω ότι δεν του πολυαρέσει η ιδέα.

«Πάντα θέλω να βλέπω έξω», προλαβαίνω τη διαμαρτυρία του κι αυτός, όπως είναι αναμενόμενο, δε χάνει την ευκαιρία να απαντήσει.

«Ελπίζω να μην ήρθες για τη θέα, γιατί θα απογοητευτείς».

Δεν έχει κι άδικο, το παράθυρο βλέπει στον δρόμο, που δεν είναι και πολυσύχναστος. Ένα άσχημο αδέσποτο σκυλί που περιφέρεται από Άδώ κι από Άκεί είναι το πιο ενδιαφέρον θέαμα που μπορεί να μου προσφέρει. Δαγκώνομαι για να μην ξεστομίσω ότι η πιο ωραία θέα που μπορώ να βρω είναι μέσα στο μαγαζί και όχι έξω. Ο Ιλίρ δεν έχει ανάγκη από φιλοφρονήσεις, σίγουρα έχει δεχτεί στη ζωή του πολλές. Και άλλωστε, πρέπει αυτός πρώτος να μου πει κάτι όμορφο. Τόση ώρα κι ακόμη δε μου έχει κάνει ούτε ένα κομπλιμέντο, ούτε μια λέξη για τα μάτια μου, που όλα τα αγόρια πάντοτε παινεύουν. Έχω καλοσυνηθίσει, μάλλον, και μου κακοφαίνεται που μέχρι τώρα δεν έχω ακούσει από τα χείλη του μια γλυκιά, κολακευτική κουβέντα.

Η σερβιτόρα έρχεται να μας πάρει παραγγελία. Είναι μια κοπέλα κοντή και μικροκαμωμένη, με βαμμένα ξανθά μαλλιά και τη μαύρη ρίζα τους να ξεχωρίζει έντονα. Τίποτα το ιδιαίτερο δηλαδή. ΠαρΆ όλα αυτά, πιάνω τον εαυτό μου να παρατηρεί με προσοχή την αντίδραση του Ιλίρ στην παρουσία της - έχω αρχίσει να γίνομαι παρανοϊκή κι αυτό δε μου αρέσει. Ευτυχώς, ο καλός μου δείχνει να μην την προσέχει καν, και περιορίζεται στο να παραγγείλει έναν φραπέ, μέτριο με γάλα. Κλισέ. Τι άλλο θα έπινε ένα αγόρι σαν αυτόν; Όχι πάντως φρέντο εσπρέσο, ή λάττε ή κάτι με περίπλοκο όνομα τέλος πάντων. Εγώ, αφού διστάζω λίγα δευτερόλεπτα και αμφιταλαντεύομαι κάτω από το κοροϊδευτικό -έχω την εντύπωση- βλέμμα του συνοδού μου, επιλέγω τελικά έναν χυμό.

«Αλήθεια, δε μου είπες, τι κάνεις τα Σάββατα και είναι πάντα γεμάτα;»

Την περίμενα την ερώτηση αυτή, αργά ή γρήγορα. Και με άνεση κι επίπλαστη ανεμελιά, ξεκινώ το παραμύθι που έχω πολύ καλά προετοιμάσει. Ότι δηλαδή για να βγάλω το χαρτζιλίκι μου (πρώτη φορά νομίζω χρησιμοποιώ αυτήν τη λέξη στη ζωή μου) βοηθάω τα Σάββατα στην ταβέρνα του θείου μου. Είπαμε: φτιάχνω μια άλλη ζωή, διαφορετική, που δεν έχω ζήσει και κατά πάσα πιθανότητα ούτε πρόκειται να ζήσω ποτέ.

H αντίδρασή του με ξαφνιάζει. Δε βλέπω πλέον στο πρόσωπό του την έκφραση εκείνη που με κάνει να πιστεύω πως γελάει και διασκεδάζει μαζί μου. Τη θέση της έχει πάρει κάτι που μου θυμίζει ένα μείγμα εκτίμησης, θαυμασμού κι αναγνώρισης.

«Σοβαρά; Δε σου το Άχα αυτό, μικρή, μπράβο!»

«Και γιατί όχι; Επειδή κατά τη γνώμη σου μοιάζω με πλούσιο κορίτσι από ιδιωτικό; Έτσι δεν είχες πει όταν πρωτοσυναντηθήκαμε;» ρωτάω χαμογελαστά, χωρίς τίποτα στο πρόσωπό μου να προδίδει το ψέμα μου.

«ΟΚ, έπεσα πολύ έξω μαζί σου, το παραδέχομαι», λέει, χαρίζοντάς μου κι εκείνος ένα χαμόγελο.

Κι εγώ, σα γνήσια βασίλισσα της αυταπάτης, μέχρι που νιώθω περήφανη ακούγοντας τα λόγια του αυτά.
Οι γονείς μου, από γιατρός και κυρία του «καλού κόσμου», μετατρέπονται σε ηλεκτρολόγο και πωλήτρια σούπερ-μάρκετ. Το σπίτι μου, με τον κήπο και την πισίνα, σε διαμέρισμα με τρία δωμάτια όλα κι όλα. Η ζωή μου αλλάζει με κάθε συλλαβή που προφέρω και αισθάνομαι μια πρωτόγνωρη ευφορία, νιώθω ότι βρίσκομαι τόσο μέσα στον ρόλο και, ταυτόχρονα, να γίνομαι όλο και πιο ελκυστική στα μάτια τού Ιλίρ. Αυτός μου κάνει ερωτήσεις, ζητά να μάθει πράγματα και εγώ κρατώ εντατικά νοερές σημειώσεις για να μην ξεχάσω τα ψέματά μου. Μην τυχόν κάνω το μοιραίο λάθος και αποκαλυφθούν όλα μέσα σε μια στιγμή.

Μετά έρχεται η σειρά μου να ρωτήσω για τη δική του ζωή. Μου φαίνεται λιγόλογος κι επιφυλακτικός, δίνει ακριβώς όσες πληροφορίες απαιτούνται - τίποτα περισσότερο. Ήρθε από την Αλβανία πριν από δέκα χρόνια, στα οκτώ του, έχει έναν μικρότερο αδερφό που πάει δημοτικό και ζει με τη μητέρα του - οι γονείς του έχουν χωρίσει κι ο πατέρας του γύρισε πίσω στην πατρίδα τους. Αυτά.

Καταλαβαίνω ότι δεν του αρέσει να μιλάει για την οικογένειά του, και σε μια σπάνια για μένα κρίση αλληλεγγύης, προσπαθώ να αλλάξω κουβέντα για να τον προφυλάξω από αρνητικά συναισθήματα κι αναμνήσεις. Πάντα είχα μέσα μου ισχυρή την ικανότητα της ενσυναίσθησης, μπορώ εύκολα να διαβάσω τα συναισθήματα των ανθρώπων που έχω απέναντί μου - αν και ομολογουμένως ο Ιλίρ εξαρχής αποτέλεσε την εξαίρεση στον κανόνα. Τις περισσότερες φορές όμως, αυτό που επιλέγω είναι να χρησιμοποιήσω τη δύναμή μου αυτή για το προσωπικό μου όφελος, εκμεταλλευόμενη κατά κάποιον τρόπο τα αισθήματα και τις αδυναμίες των άλλων για να κερδίσω κάτι. 
Όχι όμως σήμερα. Όχι με το αγόρι αυτό. Δεν έχω το κουράγιο ούτε το τσαγανό να παίξω μαζί του. Αντιθέτως, η προοπτική να γίνω εγώ το παιχνιδάκι του με εξιτάρει πολύ περισσότερο. Και στον ίδιο βαθμό με εκνευρίζει. ΑπΆ τη μια έχω συνηθίσει να μου κάνουν όλα τα χατίρια και μου έρχεται να τον διαολοστείλω και να σηκωθώ να φύγω εδώ και τώρα. Ποιος είναι αυτός που με κάνει να τρέχω, που μου επιβάλλει πού και πότε θα βρεθούμε, χωρίς καν να με ρωτήσει, που με κοιτάει μΆ αυτό το ύφος λες και είναι καλύτερός μου; Από την άλλη όμως, αυτό ακριβώς είναι που κάνει την καρδιά μου να χτυπά γρηγορότερα, πεθαίνω να μάθω πού το πάει κι αυτό κρατάει τα πόδια μου κολλημένα στο πάτωμα και τα μάτια μου στα δικά του. Το ότι είναι απίστευτα όμορφος φυσικά δε βλάπτει καθόλου.

«Και ποιο είναι το αγαπημένο σου μάθημα στο σχολείο;»

«Πλάκα έχεις, βρε Νάστια», γελάει. «Έτσι ξαφνικά ρωτάς κάτι άκυρα!»

«Κορόιδευε όσο θέλεις, εγώ θέλω να μάθω».

Αυτό είναι το ευχαριστώ που ήθελα να αλλάξω θέμα συζήτησης για να μην αισθάνεται άσχημα.

«Ξέρω Άγώ, μάλλον τα Μαθηματικά, αν και δεν ασχολούμαι γενικά με μαθήματα».

«Εμένα μΆ αρέσει η Γλώσσα».

Δε βλέπω να συγκινείται με την πληροφορία. Πάνω που πάω να πω κάτι άλλο, οτιδήποτε για να τσουλήσει η συνομιλία, τον βλέπω να ψάχνει με το βλέμμα του τη σερβιτόρα. Μα καλά, τόσο ήταν; Θα φύγουμε κιόλας;

«Θέλεις να πάμε καμιά βόλτα; Τώρα που δεν έχει τόση ζέστη».

Δέχομαι πρόθυμα, ανακουφισμένη, αφού αυτό σημαίνει ότι η συνάντησή μας δε θα λάβει τέλος έτσι άδοξα. Πληρώνει αυτά που ήπιαμε, σηκωνόμαστε και βρίσκομαι εγκλωβισμένη ανάμεσα στο τραπέζι και στις καρέκλες των διπλανών. Για να με βοηθήσει να βγω, ο Ιλίρ με πιάνει από τη μέση και με τραβά απαλά. Τα έξυπνα δάχτυλά του ανακαλύπτουν εύκολα το μοναδικό γυμνό, εκτεθειμένο εκατοστό του κορμιού μου ανάμεσα στην μπλούζα -που έχει ελαφρώς ανασηκωθεί- και το τζιν μου και σέρνονται πάνω του. Το άγγιγμά του εξακολουθεί να έχει την ίδια μαγική ιδιότητα όπως την πρώτη μέρα. Με κάνει να λιώνω από ευχαρίστηση και μένει καυτό στο δέρμα μου για πολλή ώρα αφότου το χέρι του απομακρύνεται από το σώμα μου. Κι όμως δε μου φτάνει, θέλω κι άλλο. Θέλω να μην σταματήσει ποτέ να με αγγίζει. Θέλω να νιώσω τα χέρια του να με σφίγγουν, να νιώσω μικροσκοπική στην αγκαλιά του και τα χείλη του στα δικά μου μέχρι να μην έχω πια ανάσα. Νιώθω πάλι να αναψοκοκκινίζω και αποφεύγω το βλέμμα του, φοβάμαι ότι η διορατικότητά του θα του επιτρέψει να μαντέψει τις σκέψεις μου απλώς και μόνο με μια ματιά.

Περπατάμε ο ένας δίπλα στον άλλο συζητώντας ανάλαφρα και η μικρή απόσταση που μας χωρίζει μοιάζει τόσο αφόρητα μεγάλη για μένα, που άλλα ονειρεύομαι για μας. Τον ακολουθώ καθώς προχωρά με σιγουριά μέσα από στενούς δρόμους κι από μια μικρή πλατεία. Με οδηγεί ποιος ξέρει πού -κάπου μαγικά και υπέροχα φαντάζομαι- και σχεδόν ίπταμαι, η καρδιά μου γεμάτη από χιλιάδες συναισθήματα, σε βαθμό που νομίζω ότι θα σπάσει και θα σκορπίσει γύρω μου σε χίλια κομμάτια, σε καθένα από αυτά χαραγμένο το όνομά του. Κάποια στιγμή μένω πίσω και παρατηρώ τη σιλουέτα του, το θεωρητικό του ύψος, τη φαρδιά του πλάτη. Τα μάτια μου δεν ξεκολλάνε από πάνω του και πρέπει να το διαισθάνεται, γιατί κόβει τον ρυθμό του και προσαρμόζεται στον δικό μου, πιάνοντάς με από το χέρι. Νανουρίζομαι γλυκά από την αίσθηση των παλμών της καρδιάς του πάνω μου - μπορώ άνετα να τους νιώσω ή μήπως είναι οι δικοί μου; Έχω φτάσει πλέον σε νέα ύψη, στο ζενίθ της ευτυχίας, αν και η κυνική μου πλευρά αναγνωρίζει ότι είναι γελοίο να ενθουσιάζομαι μΆ ένα τόσο μικρό δείγμα τρυφερότητας. Μα πνίγω τη σκέψη αυτή έγκαιρα, πριν μου διαλύσει το ροζ συννεφάκι μέσα στο οποίο αιωρούμαι, αδιάφορη για τον υπόλοιπο κόσμο.
 
Δεν έπρεπε να κάνω καν τον κόπο. Την απότομη προσγείωση την αναλαμβάνει ο ίδιος ο Ιλίρ. Και δεν του χρειάστηκαν παρά μόνο τρεις λέξεις.

«Πάμε σπίτι μου;»

Και να πεις ότι δεν το είχα σκεφτεί ότι θα συνέβαινε κι αυτό Φυσικά και το είχα προβλέψει, έκανα μάλιστα άπειρες πρόβες την απάντηση που θα έδινα, ώστε να αποφύγω με εύσχημο και όμορφο τρόπο την πρότασή του και ταυτόχρονα να διατηρήσω το ενδιαφέρον του. Μα τώρα, με έπιασε εξαπίνης: ήμουν ολότελα χαμένη στη στιγμή, το μυαλό μου ευτυχισμένα θολό και μουδιασμένο από την παρουσία του και το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν πόσο μεγάλο και προστατευτικό φάνταζε το δυνατό του χέρι καθώς τύλιγε το δικό μου. Πώς, λοιπόν, να μην ξαφνιαστώ που η σαπουνόφουσκα των ονειροπολήσεών μου έσκασε με τόσο εκκωφαντικό τρόπο;
«Δε...»

Έχω κολλήσει άσχημα. Λέξη δε βγαίνει από το στόμα μου, και τις έξυπνες απαντήσεις που είχα σκεφτεί και κάνει πρόβα, τις έχω εντελώς ξεχάσει. Μου φαίνεται αδύνατο να βάλω τη μια λέξη μπροστά στην άλλη και να φτιάξω έστω και μια απλή φράση. Το έντονο, ανακριτικό βλέμμα που ήδη έχω ξαναδεί στα μάτια του δε βοηθάει καθόλου την κατάσταση.
«Τι δε;»

«Δε... δε συνηθίζω να πηγαίνω σε σπίτια με το καλημέρα, δηλαδή από την πρώτη φορά... ή τη δεύτερη... ή, τέλος πάντων, καταλαβαίνεις τι εννοώ».

Τα είπα όλα μονορούφι και τώρα περιμένω το χειρότερο. Να θυμώσει, να με κατηγορήσει ότι άλλα του υποσχόταν η συμπεριφορά μου, να γελάσει και να με κοροϊδέψει, ότι είμαι μια μικρή χαζή και τζάμπα έχασε τον χρόνο του μαζί μου.

Μα κάνω λάθος. Δε λέει τίποτα απΆ αυτά τα φρικτά που σκέφτομαι, ούτε δείχνει το παραμικρό ίχνος οποιουδήποτε συναισθήματος, εκτός ίσως από κάτι στιγμιαίο που θα μπορούσε να είναι έκπληξη. Συνεχίζει να με κοιτάει και για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου τα μάτια του με χαϊδεύουν απαλά -ή είναι ιδέα μου;- πριν η έκφρασή του ξανασκληρύνει και με ρωτήσει με φωνή τόσο ουδέτερη σα να ρωτά την ώρα:
«Θέλεις να πας κάπου αλλού;»

«Δεν ξέρω... σπίτι. Καλύτερα να πάω σπίτι, έχει αρχίσει να νυχτώνει κι αύριο έχω σχολείο».

«Πώς θα πας, με λεωφορείο;»

«Ναι, μάλλον».

Θεέ μου, πόσο ψυχρός έγινε ξαφνικά! Το στόμα του σφιγμένο, μοιάζει ανυπόμονος - προφανώς βιάζεται να με διώξει. Ήθελε μόνο σεξ και τώρα που είδε πως από μένα δεν πρόκειται να το έχει, θύμωσε που διάλεξε εμένα κι όχι καμιά άλλη υποψήφια για να περάσει το σημερινό απόγευμα. Κι εγώ, χαμένη, δεν έχω ιδέα τι να πω και πώς να φερθώ. Αυτό που ξέρω είναι ότι πρέπει επειγόντως να εξαφανιστώ, να κρυφτώ πάση θυσία - πρώτη φορά εύχομαι να άνοιγε η γη να με καταπιεί. Κοιτάω απελπισμένα δεξιά-αριστερά, αλλά δεν καταφέρνω να εντοπίσω καμιά στάση λεωφορείου.

«Θα σε πάω εγώ ως τη στάση, δε θα τη βρεις μόνη», προσφέρεται να με βοηθήσει ο Ιλίρ, με το ίδιο αδιάφορο ύφος.

Θέλω να αρνηθώ, αλλά δεν βρίσκω αρκετά καλή δικαιολογία. Και επιπλέον, νομίζω ότι αν ανοίξω το στόμα μου να πω οτιδήποτε, το μόνο που θα καταφέρω είναι να ξεσπάσω σε κλάματα από ντροπή κι απογοήτευση μαζί.

Ευτυχώς η στάση είναι κοντά, γιατί δεν θα άντεχα να είμαι δίπλα στον Ιλίρ ούτε ένα λεπτό ακόμη και να τον βλέπω τόσο αδιάφορο απέναντί μου. Να μη μου μιλάει καν, να μη με κοιτάει, λες και είναι ένας ξένος. Απλώς δε θα το άντεχα. Στεκόμαστε ο ένας δίπλα στον άλλον και ούτε τολμάω να τον κοιτάξω. Ένα λεωφορείο σταματά μπροστά μας, οι πόρτες ανοίγουν, κόσμος ανεβοκατεβαίνει, κλείνουν και φεύγει. Τώρα μείναμε μόνο οι δυο μας στη στάση - ακόμα χειρότερα.

«Τυχερή είσαι, έρχεται το λεωφορείο σου!»

Ε, βέβαια, τεράστια τύχη! Και ποιο «μου», εγώ είμαι διατεθειμένη να ανεβώ σε όποιο να Άναι, αρκεί να φύγω όσο γίνεται πιο γρήγορα! Το λεωφορείο είναι σταματημένο στο φανάρι, εκατό μέτρα μακριά και μετρώ τα δευτερόλεπτα μέχρι να ανάψει το πράσινο. Γιατί συνεχίζει να στέκεται δίπλα μου; Γιατί δε φεύγει για να μπορέσω επιτέλους να αφήσω τα δάκρυά μου να κυλήσουν ελεύθερα;
«Να σε ρωτήσω κάτι, Νάστια» η φωνή του σπάει την ησυχία στα δυο κι εγώ γυρίζω να τον κοιτάξω, «τι περίμενες δηλαδή από τη σημερινή μας συνάντηση;»

Μου τη λέει κανονικά. Θέλει να πει, τι ήρθες μαζί μου; Mε είδες, κατάλαβες τι τύπος είμαι... Δεν το περίμενες, λοιπόν, δεν έβλεπες πού θα το πήγαινα το πράγμα; Έχει δίκιο.

«Να, εγώ...» προσπαθώ με όλες μου τις δυνάμεις να δώσω σταθερότητα στη φωνή μου που τρέμει, «...δεν περίμενα κάτι. Ήθελα μόνο να σε δω, να μιλήσουμε»

Για ακόμη μια φορά βλέπω την υποψία τού χαμόγελου να καθρεφτίζεται ξεκάθαρη στα μάτια του. Με ειρωνεύεται; Τον διασκεδάζει η αφέλειά μου; Ό,τι και να Άναι δεν έχω την όρεξη ή τη δύναμη να συνεχίσω να βασανίζομαι βλέποντάς το και γυρνάω το κεφάλι από την άλλη. Μα, ξαφνικά, τα δυο του χέρια τυλίγονται γύρω μου και με αναγκάζουν να γυρίσω και να τον αντικρίσω. Με τραβάει προς το μέρος του και τώρα είμαστε κοντά, υπερβολικά, κοντά και με κρατάει τόσο σφιχτά που και να θέλω, δεν μπορώ να ξεφύγω. Η απορία μου για το τι θέλει ακριβώς να πετύχει δεν προλαβαίνει καν να γεννηθεί, καθώς το φιλί του Ιλίρ σβήνει κάθε άλλη σκέψη μου. Είναι βαθύ, έντονο, σχεδόν επιθετικό και παρά το ότι είναι μόλις το δεύτερο αγόρι που με φιλάει, μπορώ να διακρίνω την εμπειρία του - και τη διαφορά με τον Αλέξανδρο. Το αρχικό μου ξάφνιασμα το διαδέχεται γρήγορα η απόλαυση και αρχίζω να ανταποκρίνομαι. Αλλά ο Ιλίρ έχει το πάνω χέρι και το αποδεικνύει δίνοντας τέλος στη μαγεία πολύ νωρίτερα απΆ όσο θα επιθυμούσα. Απομακρύνεται από κοντά μου και με αφήνει χωρίς ανάσα και λόγια, μόνο να θέλω κι άλλο.

«Για να έχεις κάτι να περιμένεις την επόμενη φορά».

Μου ρίχνει μια τελευταία ματιά που με σκοτώνει και φεύγει ακριβώς τη στιγμή που το λεωφορείο σταματά και ανοίγει την πόρτα του μπροστά μου.

Ανεβαίνω, χωρίς να ξέρω πού πατάω και πού βρίσκομαι, ούτε φυσικά πού πάει το λεωφορείο. Με φίλησε... Το μωρό μου Μόνο αυτό χωράει αυτήν τη στιγμή στο μυαλό μου, όλα τα άλλα έχουν σβήσει. Μόλις που αντιλαμβάνομαι να σταματάμε και να ξεκινάμε πάλι, ανθρώπους να στέκονται δίπλα μου και να με στριμώχνουν. Είμαι τόσο ταραγμένη κι ευτυχισμένη μαζί που περνά αρκετή ώρα μέχρι να καταλάβω ότι από το σπρώξε σπρώξε έχω κολλήσει στην πόρτα. Καιρός να κατέβω λοιπόν, αλλά η επόμενη στάση μοιάζει να αργεί και νιώθω να ασφυκτιώ από τα τόσα σώματα που βρίσκονται τόσο κοντά μου και μου κλέβουν το οξυγόνο. Τελικά καταφέρνω να απαγκιστρωθώ από το ανθρώπινο αυτό κουβάρι και να βγω στον καθαρό αέρα.

Βρίσκομαι να περπατάω σε μια άγνωστη γειτονιά, σε άγνωστους δρόμους μΆ ένα χαμόγελο θαρρείς κολλημένο στα χείλη και μερικούς περαστικούς να με κοιτάνε παράξενα. Και τι με νοιάζει; Εγώ είμαι χαρούμενη. Με φίλησε... Και τι φιλί! Εκπληκτικό, μοναδικό, γεμάτο πάθος. Πώς με έσφιγγε πάνω του, νόμιζα πως δε θα με αφήσει ποτέ, ή τουλάχιστον αυτό έλπιζα κι ευχόμουν, γιατί μόνο μια τρελή θα ήθελε ποτέ να φύγει από την αγκαλιά ενός τέτοιου άντρα. Τα λεπτά περνούν και μου είναι αδύνατον ακόμα να βάλω τις σκέψεις μου σε μια σειρά, αδύνατο να σταματήσω ένα ταξί και να πάω σπίτι. Αν με δουν έτσι οι γονείς μου, όσο στον κόσμο τους και να είναι, θα καταλάβουν πως κάτι τρέχει. Δε θα μπορέσω με τίποτα να κρύψω τη χαρά και την αναστάτωσή μου. Προσπαθώ -σχεδόν διατάζω τον εαυτό μου να ηρεμήσει-, και το περπάτημα στους ξένους δρόμους με βοηθά.

Καθώς συνέρχομαι σιγά σιγά, παίζω τη σκηνή του αποχαιρετισμού μου με τον Ιλίρ ξανά και ξανά στο μυαλό μου. Πώς με κοίταξε, πώς με άγγιξε, τι μου είπε. Και ξαφνικά αποκτώ επίγνωση, πραγματικά πολύ καθυστερημένα, του νοήματος της τελευταίας του φράσης.

«Για να έχεις κάτι να περιμένεις την επόμενη φορά».

¶ρα; Μου το είπε ξεκάθαρα, θα υπάρξει επόμενη φορά! Η προοπτική με γεμίζει ενθουσιασμό και ίσως και λίγο άγχος. Τι θα συμβεί άραγε την επόμενη φορά; Θα μου ζητήσει πάλι να πάω σπίτι του; Ή κατάλαβε ότι αυτό δεν πρόκειται να συμβεί όσο και να προσπαθήσει; ¶λλωστε του το είπα ευθέως, χωρίς περιθώρια για παρεξηγήσεις. Κάτι μου λέει βέβαια μετά τα σημερινά, πως ο Ιλίρ είναι απΆ αυτούς που δεν ησυχάζουν αν δε ρίξουν την κοπέλα που έχουν βάλει στο μάτι. Δεν είναι τυχαίο ότι τελικά δεν ξενέρωσε με την άρνησή μου, ίσα ίσα συνέβη το αντίθετο. Μου έδωσε ένα δείγμα των ικανοτήτων του, για να με δελεάσει ή ίσως να μου αλλάξει γνώμη, να κλονίσει την αποφασιστικότητά μου. Και θα έλεγα ψέματα αν ισχυριζόμουν ότι δεν τα κατάφερε. Ήδη το μυαλό μου τρέχει με χίλια και φαντάζεται τι άλλο, ακόμη πιο υπέροχο και βασανιστικό, μπορούν να μου κάνουν αυτά τα χείλη κι αυτά τα χέρια.

Αποφασίζω τελικά να μπω σΆ ένα ταξί, πρέπει να έχει περάσει ήδη ένα μισάωρο που τριγυρνάω και έχει βραδιάσει για τα καλά. Μου έρχεται να ρωτήσω τον ταξιτζή πού είμαστε, αλλά σκέφτομαι ότι θα με περάσει για χαζή ή για κανένα τζάνκι, και δε μιλάω. Περιορίζομαι στο να ακούω τη μουσική που παίζει το ραδιόφωνο κουρνιασμένη στο πίσω κάθισμα. Ένα περίεργο πράγμα: όλα τα τραγούδια μού φαίνεται ότι μιλάνε για μένα, για τη δική μου ιστορία με τον Ιλίρ, που ελπίζω ότι τώρα μόλις ξεκινά. Όταν μάλιστα παίζει το τραγούδι των αγαπημένων μου Vegas, είμαι πλέον πεπεισμένη ότι ο ραδιοφωνικός παραγωγός βρίσκεται σε απευθείας σύνδεση με τις σκέψεις και τα αισθήματά μου. 

«Σε θέλω, το ξέρεις, μη φύγεις, δώσΆ μου ένα φιλί...»

Ψιθυρίζω κι εγώ μαζί τους στίχους αφιερώνοντάς τους νοερά στο αγόρι που με έχει τρελάνει.

«Θέλω να Άσαι κοντά μου, νΆ ακουμπάς την καρδιά μου...»

Πώς θα Άθελα να τους έχω γράψει εγώ τους στίχους, μιλάνε απευθείας στην καρδιά μου και συγχρόνως είναι σα να βγαίνουν απΆ αυτήν. Ναι, είμαι ερωτευμένη. Είναι η πρώτη φορά που το παραδέχομαι, που τολμώ ακόμη και να σκεφτώ αυτήν τη λέξη σε σχέση με τον Ιλίρ. Μα τώρα, δεν υπάρχει αμφιβολία. Δεν είναι απλώς περιέργεια για το διαφορετικό, ούτε ενθουσιασμός της στιγμής. Τον θέλω. Είμαι ερωτευμένη μαζί του και μπορώ να το επαναλάβω χιλιάδες φορές αν χρειαστεί, δε φοβάμαι πια. Με τον Αλέξανδρο ήταν αλλιώς, ήταν η παιδική μου αγάπη. Όταν τα φτιάξαμε, ήμουν χαρούμενη, ναι, γιατί το παλιό μου όνειρο, όνειρο χρόνων, είχε γίνει πραγματικότητα. Ποτέ δεν ένιωσα γιΆ εκείνον αυτό που τώρα νιώθω για τον Ιλίρ, κι ας τον ξέρω μόλις μερικές μέρες.
 
«Κάνε με για σένα να ξεχάσω το όνομά μου, κάνε με να θέλω να σπάσει η καρδιά μου...»

Το τραγούδι άλλαξε, αλλά και πάλι είναι γραμμένο για μένα. Αν και ήδη πάει να σπάσει η καρδιά μου, δε χρειάζεται καθόλου προσπάθεια από μέρους του.

«...κάνε με απόψε να ξεφύγω απΆ τα όριά μου, κάνε με ό,τι θέλεις, κάνε με...»

Σίγουρα θα του είναι πανεύκολο να με κάνει ό,τι θέλει. Απορώ πώς μπόρεσα και του είπα «όχι» όταν με κοιτούσε μΆ εκείνα τα μάτια που κλείνουν θάλασσα κι ουρανό μέσα τους. Αν μου το ζητούσε αυτήν τη στιγμή, δε χωράει αμφιβολία ότι θα πήγαινα σπίτι του τρέχοντας, λαχταρώντας ακόμη ένα φιλί του, κι ας το πλήρωνα ακριβά.

Η κόρνα του ταξί τρυπάει τΆ αφτιά μου κι ο οδηγός κάποιον βρίζει. Ποιος θέλει να ξαναπιάσει επαφή με την πραγματικότητα τέτοιες στιγμές; Όχι εγώ πάντως. Ωστόσο, γρήγορα δυναμώνει την ένταση στο ραδιόφωνο κι έτσι μπορώ και πάλι να χαθώ στον ανεμοστρόβιλο που δημιουργούν οι στίχοι, η μουσική και τα πρωτόγνωρα συναισθήματά μου. Όταν φτάνω πια στο σπίτι, δεν έχω διάθεση να μιλήσω με κανέναν. Το ιδανικό θα ήταν να τρέξω κατευθείαν στο δωμάτιό μου, να βάλω τέρμα το iPod και να μείνω έτσι ως το πρωί. Αλλά λογαριάζω χωρίς τον ξενοδόχο, ή μάλλον χωρίς την αφηρημάδα μου. Έχω ξεχάσει τα κλειδιά μου και επομένως αναγκάζομαι να χτυπήσω το θυροτηλέφωνο για να μου ανοίξουν τη συρόμενη, ψηλή αυλόπορτα και στη συνέχεια την πόρτα του σπιτιού.

Ο πατέρας μου με υποδέχεται στην πόρτα και ξαφνιάζομαι που τον βλέπω. Μα ναι, σήμερα Κυριακή, η Κατερίνα έχει ρεπό, αφού το σχολιάσαμε στο σπίτι το πρωί. Έχω χάσει τις μέρες, τις ώρες, πρέπει οπωσδήποτε να συγκεντρωθώ.

«Πού ήσουν, Νάστια;»

Προφανώς δε με άκουσε καν όταν του είπα ότι θα βγω με μια συμμαθήτρια. Αλλάζω την ιστορία.
«Μια βόλτα εδώ γύρω. Αφού δεν πήγαμε σήμερα για τζόκινγκ, είπα να κάνω έναν περίπατο μόνη μου».
«Σου έχω πει ότι δε μου αρέσει να τριγυρνάς έξω μόνη σου. Ειδικά βράδυ», λέει αυστηρά, μα δεν πτοούμαι και επιστρατεύω τη διπλωματία μου.

«Έλα, βρε μπαμπούλη, λίγο παρακάτω πήγα, μια βολτίτσα. Επειδή εσύ έλειπες, να σκάσω κλεισμένη μέσα; Και γιατί παρακαλώ δεν ήσουν εδώ; Με ξέχασες, ωραίος είσαι!»

«Προέκυψε γέννα».

«Μμ, να πεις στις κυρίες να μην προκύπτουν τέτοια απρόοπτα τις Κυριακές!»
Γελάμε. Όλα καλά.

«Η μαμά;» τον ρωτάω.

«Στο τένις κλαμπ, όπου να Άναι θα έρθει. Εκτός αν θέλεις να πάμε να τη βρούμε εκεί, να πιούμε έναν καφέ παρέα με τους Πετρίδηδες».

«Τέλεια!»

Όχι και τόσο. Αλλά τι να γίνει; Πρέπει να ανεχτώ πάλι εκείνη την ανεκδιήγητη φίλη των γονιών μου, τη Λάρα Πετρίδη και την ανυπόφορη φλυαρία της. Για να μη μιλήσω για τον γιο της. Με την τύχη που έχω, σίγουρα θα είναι εκεί. Ένα μαμόθρεφτο που υποτίθεται πως μαθαίνει τένις, αλλά είναι τόσο ανεπίδεκτος, που έχει σπάσει τα νεύρα σε όλους τους εκπαιδευτές, μαζί και σε όποιο ανθρώπινο ον τον πλησιάζει στα δέκα μέτρα. Και φυσικά σήμερα θα αναλάβω εγώ να του κάνω παρέα, όσο οι μητέρες μας θα χασκογελάνε και οι πατεράδες μας θα μιλάνε για βαρετά πράγματα, όπως η οικονομία και η πολιτική.

Δεν έχω όμως τρόπο να αρνηθώ. Στο σπίτι μου μεταμορφώνομαι αυτομάτως στην παλιά, καλή, υποτακτική Νάστια. Αυτή που μπορεί πολλές φορές να έχει τρελές απαιτήσεις, μα ποτέ δε λέει όχι όταν πρέπει να παίξει τον ρόλο της τέλειας κόρης. Και μάλιστα τον παίζει με τεράστια επιτυχία κάθε φορά, ακόμη κι αν βράζει μέσα της. Έτσι θα γίνει κι απόψε. Κι αν έχω ήδη ξεφύγει έστω και για ένα απόγευμα από την προδιαγεγραμμένη τροχιά... ήρθε η ώρα να επανέλθω.

Σημείωμα του Εκδότη


Είναι τα βλέφαρά μου διάφανες αυλαίες. 
Όταν τΆ ανοίγω βλέπω εμπρός μου ό,τι κι αν τύχει.
Όταν τα κλείνω βλέπω εμπρός μου ό,τι ποθώ.
Ανδρέας Εμπειρίκος, «Ενδοχώρα»

Το μυθιστόρημα «Εκτός Τροχιάς», της πρωτοεμφανιζόμενης συγγραφέως Ελίζας Νάστου, μπορεί κάλλιστα να διαβαστεί και ως ένα νεανικό, αισθηματικό μυθιστόρημα. Όμως, μέσα από την ιστορία αγάπης της έφηβης Νάστιας από τα Βόρεια Προάστια και του νεαρού Αλβανού μετανάστη Ιλίρ, αναδεικνύονται ζητήματα που απασχολούν έντονα τη σύγχρονη κοινωνία μας. Ο ρατσισμός, φυλετικός και κοινωνικός, άλλοτε υποβόσκει και άλλοτε εκφράζεται με έντονο τρόπο, ακόμη και σε περιβάλλοντα υπεράνω υποψίας, που στη θεωρία ευαγγελίζονται την πρόοδο και την ανεκτικότητα, στην ουσία όμως απορρίπτουν καθετί το διαφορετικό.

Η συγγραφέας μιλά για έναν μεγάλο έρωτα που γεννιέται ανάμεσα σε δύο εντελώς ανόμοιους νέους, από διαφορετικό εθνικό, κοινωνικό και οικονομικό υπόβαθρο. Η νεαρή ηρωίδα πιέζεται από τα στερεότυπα που της επιβάλλει η μεγαλοαστική της οικογένεια και επαναστατεί. Στο πρόσωπο του Ιλίρ μαζί με τον έρωτα βρίσκει και τη διέξοδο από την προσωπική της φυλακή, καθώς και την ευκαιρία να ποδοπατήσει όλους τους κανόνες και τις συμβάσεις με τις οποίες γαλουχήθηκε σε όλη της τη ζωή.

Σε πείσμα των αντιξοοτήτων, η Νάστια και ο Ιλίρ καλούνται να κάνουν την υπέρβαση, την ανατροπή και μαζί να χτίσουν ένα δικό τους ομορφότερο μέλλον, όπου οι διαφορές μεταξύ τους δε θα έχουν πια καμία σημασία. 

Θα καταφέρουν τελικά η κοινωνική υποκρισία και ο κομφορμισμός να κλονίσουν τον έρωτα της Νάστιας για τον Ιλίρ ή η αποφασιστικότητα της έφηβης θα υπερνικήσει όλα τα εμπόδια και θα αποτινάξει τους ζυγούς που o περίγυρός της και, εντέλει, η ίδια η κοινωνία τής έχουν επιβάλει; Θα ζήσει όπως εκείνη θέλει; Και πόσο εύκολο είναι να απαρνηθεί αυτό που πάντα ήταν;

Κωνσταντίνος Ι. Γκοβόστης
Νάστου, Ελίζα
Γεννήθηκε, ζει και εργάζεται στις Σέρρες. Είναι απόφοιτος του τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης ΑΠΘ.
Το "Εκτός Τροχιάς" είναι το πρώτο της μυθιστόρημα.
Επιλέξτε νομό για να δείτε τα μεταφορικά του προϊόντος:

* Για πιο ακριβή αποτελέσματα προσθέστε όλα τα προϊόντα στο καλάθι σας και υπολογίστε τα μεταφορικά στην ολοκλήρωση της παραγγελίας. Οι δυσπρόσιτες περιοχές επιβαρύνονται με 2.5€

Στείλτε μας την απορία σας για το προϊόν.
 

Δείτε επίσης