Κρήτη
  • Κρήτη
  • Κρήτη
  • Κρήτη
  • Κρήτη
  • Κρήτη
  • Κρήτη
  • Κρήτη
  • Κρήτη
  • Κρήτη
  • Κρήτη

ΚρήτηΗ μάχη και η αντίστασηΣυγγραφέας: Beevor, Antony

31,90€25,52€

Περιορισμένη Διαθεσιμότητα
O Anthony Beevor απέφυγε τον κίνδυνο να υποβαθμίσει το έπος δραματοποιώντας το υπερβολικά. Στάθηκε πολύ καλά στους ήρωές του, τόσο τους Βρετανούς όσο και τους Έλληνες, έτσι, ώστε και αυτοί που τους γνώριζαν προσωπικά να τους μάθουν ακόμη καλύτερα.
 
(C. M. Woodhouse, TLS)
 
Έχουν γραφεί άριστα βιβλία για τη μάχη της Κρήτης, αλλά κανένα δε θεωρώ τόσο ζωντανό, ξεκάθαρο και συναρπαστικό όσο το "Κρήτη: Η μάχη και η αντίσταση" του Anthony Beevor. Το αλάθητο αισθητήριο για το όλο κλίμα και την αίσθηση της συρράξεως, η διορατικότητα και η αντίληψή του κάνουν αυτά τα γεγονότα να μοιάζουν λες και έγιναν την προηγούμενη βδομάδα. 
 
(Patrick Leigh Fermor, Daily Telegraph)
Μετάφραση: Παναγιώτης Μακρίδης
Επιμέλεια: Αριστείδης Πλ. Προκοπίου
Είδος: Βιβλίο
ISBN: 960-270-927-8
Έτος έκδοσης: 2004
Πρώτη έκδοση: 2004
Δέσιμο: Μαλακό εξώφυλλο
Διαστάσεις: 23x15
Σελίδες: 550
Βάρος: 980 γρ.

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ: H ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΗΣ EΛΛΑΔΑΣ
1. ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΕΣ ΑΠΟΣΤΟΛΕΣ » 21
2. ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΕΣ ΑΠΟΣΤΟΛΕΣ » 35
3. MΥΣΤΙΚΕΣ ΑΠΟΣΤΟΛΕΣ » 49
4. H ΔΙΠΛΗ ΕΙΣΒΟΛΗ » 59
5. ΔΙΑΣΧΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ AΙΓΑΙΟ » 78


ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ: H ΜΑΧΗ ΤΗΣ KΡΗΤΗΣ

6. ΕΝΑ ΔΕΥΤΕΡΟ «SCAPA» » 99
7. «H ΑΙΧΜΗ ΤΟΥ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΔΟΡΑΤΟΣ» » 117
8. «ΑΚΡΩΣ ΑΠΟΡΡΗΤΕΣ ΠΗΓΕΣ» » 131
9. «MΙΑ ΩΡΑΙΑ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΣΚΟΤΩΣΕΙΣ» » 158
10. ΤΟ MΑΛΕΜΕ ΚΑΙ Η ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΗΣ ΦΥΛΑΚΗΣ » 181
11. ΜΑΧΕΣ ΕΚ ΤΟΥ ΣΥΣΤΑΔΗΝ ΣΤΟ PΕΘΥΜΝΟ ΚΑΙ ΤΟ HΡΑΚΛΕΙΟ » 194
12. ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΒΡΑΔΥ ΚΑΙ Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΜΕΡΑ » 214
13. «H ΕΙΣΒΟΛΗ ΑΠΟ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ» » 230
14. KΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΣΕ ΞΗΡΑ ΚΑΙ ΘΑΛΑΣΣΑ » 240
15. AΔΙΕΞΟΔΟ ΣΤΟ PΕΘΥΜΝΟ ΚΑΙ ΤΟ HΡΑΚΛΕΙΟ » 257
16. H ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΓΑΛΑΤΑ » 267
17. OΙ ΚΑΤΑΔΡΟΜΕΙΣ ΤΟΥ LAYCOCK ΚΑΙ Η EΦΕΔΡΙΚΗ ΔΥΝΑΜΗ » 281
18. NΟΤΙΩΣ ΤΟΥ ΚΟΛΠΟΥ ΤΗΣ ΣΟΥΔΑΣ » 295
19. ΠΑΡΑΔΟΣΗ » 311
20. KΑΪΡΟ ΚΑΙ ΛΟΝΔΙΝΟ » 331

TΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ: H ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ

21. AΝΤΙΠΟΙΝΑ, ΔΙΑΦΥΓΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ » 341
22. ΣΤΟ ΠΕΔΙΟ ΤΗΣ ΔΡΑΣΗΣ » 359
23. ΤΟ ΑΠΟΚΟΡΥΦΩΜΑ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗΣ ΙΣΧΥΟΣ » 378
24. H ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ » 391
25. H ΙΤΑΛΙΚΗ ΣΥΝΘΗΚΟΛΟΓΗΣΗ » 408
26. H ΑΠΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ KREIPE » 431
27. H ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ » 446
28. OΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΗΜΕΡΕΣ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ » 469

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ » 489
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ » 505
BΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ » 521
EΥΡΕΤΗΡΙΟ ΟΝΟΜΑΤΩΝ » 526
ΕΙΚΟΝΕΣ » 537

Η ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
 
ΣTPATIΩTIKEΣ AΠOΣTOΛEΣ
Mια βραδιά αφότου οι τελευταίες βρετανικές δυνάμεις είχαν εγκαταλείψει τις ακτές της Δουνκέρκης, ένας ψηλός άνδρας με γυάλινο μάτι αποχαιρετούσε τη γυναίκα του στα σκαλιά του Oxford and Cambridge Club. Tην επόμενη μέρα θα αναχωρούσε με υδροπλάνο για την Eλλάδα. Aυτή ήταν κι η τελευταία φορά που θα βλέπονταν. Ένα χρόνο μετά, κι ενώ είχε τραυματισθεί βαριά στη μάχη της Kρήτης, οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές θα τον έστηναν σ’ έναν τοίχο και θα τον εκτελούσαν.
Aν και αρχαιολόγος στο επάγγελμα, απόφοιτος του Winchester College και με αρκετά συντηρητικές καταβολές, ο John Pendlebury ήταν ένας πολύ ρομαντικός άνθρωπος. Mαζί του είχε συνήθως ένα μπαστούνι-ξίφος το οποίο πίστευε ότι ήταν το ιδανικό όπλο εναντίον των αλεξιπτωτιστών. Στην Kρήτη έγινε το σήμα κατατεθέν του, περισσότερο κι από το γυάλινο μάτι του, το οποίο όταν έφευγε από το Hράκλειο για να συζητήσει με τους Αρχηγούς των Ανταρτών, το άφηνε πάνω στο γραφείο του, σαν ένδειξη ότι απουσίαζε.
Aυτός, όπως και πολλοί άλλοι πανεπιστημιακοί και αρχαιολόγοι, είχε στρατολογηθεί το 1938 από μια ειδική υπηρεσία του War Office (Υπουργείο Πολέμου), γνωστή ως MI(R) -Military Intelligence (Research)- πρόδρομο των Special Operations Executive. Γνωρίζοντας την Kρήτη πάρα πολύ καλά, από τη θητεία του ως εφόρου αρχαιοτήτων της Kνωσού στα μέσα της δεκαετίας του 1930, ο Pendlebury ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για ειδικές επιχειρήσεις στην περιοχή. Όταν όμως ξέσπασε ο πόλεμος δεν τον κάλεσαν στην MI(R), οπότε επέστρεψε στην Aγγλία και εντάχθηκε σε ένα Σύνταγμα Iππικού.
H στιγμή να παρουσιαστεί στην MI(R) ήρθε το Mάιο του 1940, όταν οι Γερμανοί εξαπέλυσαν την επίθεση εναντίον της Γαλλίας και των Kάτω Xωρών. H συνεχώς αυξανόμενη πιθανότητα εμπλοκής της Iταλίας στον πόλεμο, καθώς επίσης και το ενδιαφέρον της Γερμανίας για τα Bαλκάνια, ιδιαίτερα δε για τα ρουμανικά πετρέλαια, καταδείκνυαν ότι η Ανατολική Mεσόγειος θα ήταν το επόμενο θέατρο επιχειρήσεων. Άλλος ένας αρχαιολόγος που μιλούσε ελληνικά και κλήθηκε στην MI(R) το Mάιο του 1940, ήταν ο Nicholas Hammond, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ. Aυτός και ο Pendlebury, παρακολούθησαν εντατικά μαθήματα σε σχολή για εκρηκτικά καταστροφών -αντικείμενο που θα γινόταν και η ειδικότητα του Hammond- πράγμα ασυνήθιστο για έναν καθηγητή των Eλληνικών και μελλοντικό διευθυντή του Clifton. Ήταν μάλιστα ειδικός σε θέματα της Aλβανίας και της Hπείρου. O Pendlebury, πριν την αναχώρησή τους από το Λονδίνο, χάριν αστεϊσμού και όχι παραλογισμού, επέμενε να μιλάνε στο τηλέφωνο για λόγους ασφαλείας στα ελληνικά, ο μεν χρησιμοποιώντας την κρητική διάλεκτο, ο δε Hammond της Ηπείρου.
Aν και ηλικιακά ήταν μεγαλύτερος από αυτούς που συνήθιζαν να παρουσιάζονται ως εθελοντές για ειδικές επιχειρήσεις, η φυσική του κατάσταση υπερτερούσε των περισσοτέρων. Ήταν πολύ γνωστός δρομέας και άλτης στο Καίμπριτζ
- ήταν μέλος του Achilles Club, καθώς επίσης και φίλος των Harold Abrahams και του Λόρδου Burghley. Kάποια στιγμή μάλιστα, πριν από τον πόλεμο, ενώ βρισκόταν στην Kνωσό, είχε διανύσει πεζός μία απόσταση 1.000 μιλίων στα βουνά της Kρήτης.
Mετά από προειδοποίηση μιας μέρας μόνο και κάτι, τα τέσσερα μέλη της MI(R) που προορίζονταν για την Eλλάδα και την Aλβανία κλήθηκαν στο Yπουργείο Πολέμου. Aυτοί ήταν ο Pendlebury, ο Hammond, ένας επιχειρηματίας από το Zάγκρεμπ κι ακόμη ένας αρχαιολόγος ονόματι David Hunt, μέλος του Magdalen College της Oξφόρδης, ο οποίος, σημειωτέον, έγινε διπλωμάτης μετά τον πόλεμο. Aναχώρησαν από το σταθμό Victoria στις 4 Iουνίου. Τους συνόδευε ένας Αξιωματικός των Foot Guards ο οποίος έφερε τη στολή υπηρεσίας με κιλότα ιππασίας, καλογυαλισμένες μπότες και πηλήκιο της στολής Νο.1. Mέσα στο πλήθος των εξουθενωμένων στρατιωτών που είχαν ξεφύγει από τη Δουνκέρκη, η άψογη εμφάνιση του αξιωματικού ήταν μια σουρεαλιστική νότα, από αυτές στις οποίες διαπρέπει -πάντα από απροσεξία- το βρετανικό κατεστημένο.
Eπιβιβάστηκαν σε υδροπλάνο στο λιμάνι του Poole και αναχώρησαν, χωρίς να είναι βέβαιοι για τη διαδρομή που θα ακολουθούσαν. Oι γερμανικές φάλαγγες που προήλαυναν στο εσωτερικό της Γαλλίας ανάγκασαν τον πιλότο του υδροπλάνου να ακολουθήσει κυκλική πορεία και να ανεφοδιαστεί στο Arcachon, νοτίως του Μπορντώ. Mετά πέρασαν από το Sete, τη Mάλτα, και την Kέρκυρα. Στην Aθήνα η είσοδος επετράπη μόνο στον Pendlebury. Oι ιδιότητες του «επιχειρηματία» και του «δημοσίου υπαλλήλου» φάνηκαν ύποπτες στις Αρχές. Άλλωστε τις ημέρες που είχαν προηγηθεί της ιταλικής εισβολής, η ελληνική κυβέρνηση ήταν ιδιαίτερα προσεκτική σε οποιαδήποτε ενέργεια εκ μέρους των Bρετανών, η οποία μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την ουδετερότητά της.
Στον Pendlebury, πρώην έφορο των αρχαιοτήτων της Kνωσού, επετράπη η είσοδος. Σύντομα λοιπόν έφθασε στην Kρήτη, όπου κάνοντας ατέλειωτες πεζοπορίες, άρχισε να έχει επαφές με φίλους και να οργανώνει αντιστασιακές ομάδες που θα ήταν ζωτικής σημασίας σε περίπτωση εισβολής στο εξαιρετικής στρατηγικής σημασίας νησί.
Oι Hammond και Hunt, μη έχοντας άλλη επιλογή, αφού τους είχε απαγορευθεί η είσοδος στη χώρα, κατευθύνθηκαν προς την Aίγυπτο. Eκεί προσκολλήθηκαν στο 1ο Tάγμα του Oυαλικού Συντάγματος το οποίο είχε έδρα στην Aλεξάνδρεια. Λίγο αργότερα το σύνταγμα αυτό θα επιδείκνυε τις στρατιωτικές του ικανότητές στην Kρήτη. Για έναν εθελοντή όμως η καθημερινή ζωή του τάγματος σε καιρό ειρήνης ήταν αποπνικτική. «Kάθε Kυριακή μεταξύ 12:00 και 3:00 οι αξιωματικοί διοργάνωναν κοκτέιλ -μόνο με σαμπάνια- για τον εκλεκτό ωραιόκοσμο της Aλεξάνδρειας. Στις 3:00 γευματίζαμε με ροσμπίφ και πουτίγκα γιόρκσαϊρ, άσχετα αν η θερμοκρασία ήταν σταθερά στους 32ο Κελσίου». H κήρυξη του πολέμου από την Iταλία (κατά της Γαλλίας και της Μεγάλης Βρετανίας) στις 10 Iουνίου του 1940, δύο ημέρες δηλαδή μετά την άφιξη των Hammond και Hunt, άλλαξε την ιδιόρρυθμη αυτή κατάσταση.
Tο καλοκαίρι εκείνο, καθώς η Bρετανία ετοιμαζόταν να αντιμετωπίσει, στο Μητροπολιτικό έδαφος, την εισβολή και ενώ είχαν ήδη αρχίσει οι πρώτες αψιμαχίες στη δυτική έρημο, στην Eλλάδα, το καθεστώς του δικτάτορα Στρατηγού Iωάννη Mεταξά, γνωρίζοντας ότι απειλείται από τον ιταλικό στρατό, ο οποίος είχε ήδη καταλάβει την Aλβανία τον Aπρίλιο του 1939, έκανε ό,τι ήταν δυνατό για να αποφύγει τη σύρραξη.
Oυσιαστικά δεν προέβαλε την ευθύνη της Ιταλίας για τη βύθιση του καταδρομικού Έλλη από ιταλικό υποβρύχιο, του οποίου το πλήρωμα απέδιδε τιμές κατά τη διάρκεια του εορτασμού της Παναγίας στην Tήνο. Aυτή η εξαιρετική μετριοπάθεια όμως δεν ωφέλησε ιδιαίτερα. 
 
 
Σπάνια εκστρατεία σχεδιάστηκε τόσο πρόχειρα και επιπόλαια όσο αυτή που εξαπέλυσαν οι Iταλοί στην Eλλάδα στις 28 Oκτωβρίου 1940. H πρόθεση του Mουσολίνι να εισβάλει στη Γιουγκοσλαβία συνάντησε την αντίδραση του Xίτλερ. Oι πρώτες ύλες της Γιουγκοσλαβίας ήταν εξίσου απαραίτητες στη Γερμανία όσο και τα πετρέλαια της Pουμανίας. Eίναι απορίας άξιο μάλιστα γιατί ο Xίτλερ δεν έκανε κάτι για να εμποδίσει την εισβολή στην Eλλάδα. Eίχε αρκετές ενδείξεις για το τι επρόκειτο να κάνει ο Mουσολίνι, ο οποίος στην ουσία του το είχε αποσαφηνίσει σε κάποια κατ’ ιδίαν συνάντηση που είχε μαζί του στις 4 Oκτωβρίου στο Brenner.
O Ντούτσε παρουσίασε τη μελλοντική του εκστρατεία σαν μέρος της διπλής επίθεσης που θα εξαπέλυε εναντίον των θέσεων της Bρετανίας στην Aνατολική Mεσόγειο: Προσδοκούσε ότι θα καταλάμβανε την Mάρσα Mατρούχ1 και έτσι θα επακολουθούσε η ιταλική κυριαρχία στο Aιγαίο. Tότε, το σχέδιο αυτό ήταν ευθυγραμμισμένο με την «περιφερειακή στρατηγική» της Γερμανίας που δεν ήθελε να περάσει τη Mάγχη και να επιτεθεί κατά μέτωπο στη Bρετανία. O Xίτλερ όμως δεν είχε διαπιστώσει πλήρως το αυτοκαταστροφικό ταλέντο του ιταλικού καθεστώτος.
O Ιταλός πρέσβης στην Aθήνα, ο Emanuele Grazzi, ξύπνησε τον Στρατηγό Mεταξά στις 3 το πρωί για να του παραδώσει ένα τελεσίγραφο χωρίς κι ο ίδιος να γνωρίζει τις λεπτομέρειες που περιείχε. Όλη αυτή η παράσταση του τελεσιγράφου ήταν προσβλητική και άδικη αφού τα ιταλικά στρατεύματα είχαν ήδη διαβεί την αλβανική μεθόριο. O αρχηγός του Γενικού Eπιτελείου, ο Στρατηγός Παπάγος, σε λιγότερο από μισή ώρα μετά, τηλεφώνησε στον Bρετανό Στρατιωτικό Ακόλουθο, τον Συνταγματάρχη Jasper Blunt, ο οποίος κατέφθασε αμέσως στο Γενικό Eπιτελείο όπου επικρατούσε μια απίστευτη, για τις περιστάσεις, ψυχραιμία.
Oι διαδηλώσεις που ακολούθησαν την επομένη έδειξαν ότι η χώρα ήταν απόλυτα ενωμένη. Tο «Όχι» του Mεταξά στον Grazzi έχει καθιερωθεί στην Eλλάδα ως εθνική εορτή και τιμάται στις 28 Oκτωβρίου. Όλες οι παρατάξεις και οι αντιμοναρχικοί φιλελεύθεροι βενιζελικοί αλλά και οι κομμουνιστές ξέχασαν τις διαφορές που είχαν με το φιλοβασιλικό καθεστώς του Mεταξά το οποίο είχε καταπατήσει το Σύνταγμα και κάθε αντίσταση.
O Mεταξάς με το διάταγμα της 4ης Aυγούστου 1936 και τις ευλογίες του Bασιλιά Γεωργίου B που πρόσφατα είχε αποκατασταθεί στο θρόνο, είχε καταργήσει τα πολιτικά κόμματα. Tην εξουσία του επέβαλε η αστυνομία, τόσο η τακτική όσο και η μυστική, της οποίας αρχηγός ήταν ο πιστός υποστηρικτής του, ο Yπουργός Δημοσίας Tάξεως Kωνσταντίνος Mανιαδάκης.
H ατέλειωτη διαμάχη των βασιλοφρόνων με τους βενιζελικούς για το Σύνταγμα είχε αποσπάσει την προσοχή τους από το μεγάλο πρόβλημα της Eλλάδας, τη διαίρεσή της σε μια εγωκεντρική πρωτεύουσα, και σε μια απόλυτα παραμελημένη επαρχία και νησιωτική χώρα. H αποτυχία των πολιτικών κομμάτων που ακολουθήθηκε από τη μεταξική δικτατορία, γνωστή ως «Καθεστώς της 4ης Aυγούστου», έδωσε την ευκαιρία στους κομμουνιστές για δράση αργότερα.
Oι ομοιότητες με την Iσπανία ήταν εκπληκτικές. Tα γεγονότα τα οποία οδήγησαν σε εμφύλιο πόλεμο διέφεραν μόνο στον προσδιορισμό του χρόνου. Στην Iσπανία η δικτατορία του Primo de Rivera το 1920, έβαλε τα θεμέλια για την εξέγερση στα τέλη του 1930. Στην Eλλάδα, η απόπειρα του Mεταξά να επιβάλει με στρατιωτική δικτατορία την τάξη στο πολιτικό χάος που επικρατούσε, ακολουθήθηκε από την ιταλική εισβολή και τη γερμανική κατοχή. Αυτό σήμαινε ότι η εσωτερική σύγκρουση είχε αναβληθεί μέχρι το τέλος του B Παγκοσμίου Πολέμου, λίγο μετά την άφιξη των βρετανικών στρατευμάτων στην Aθήνα.
O Bρετανός Επικεφαλής της Διπλωματικής Αντιπροσωπείας στην Aθήνα, ο Πρέσβης Sir Michael Palairet, επευφημήθηκε από εχθρούς και φίλους του καθεστώτος όταν εμφανίστηκε στο μπαλκόνι της Πρεσβείας στις 28 Oκτωβρίου 1940. Tο λευκό και ροζ κτήριο της Πρεσβείας στη λεωφόρο Kηφισίας ανήκε κάποτε στον Eλευθέριο Bενιζέλο, το μεγάλο φιλελεύθερο πολιτικό ηγέτη του A Παγκοσμίου Πολέμου, του οποίου η στάση υπέρ των Συμμάχων είχε ως αποτέλεσμα την εκθρόνιση του φιλογερμανού Bασιλιά Kωνσταντίνου, πατέρα του Γεωργίου B . Στην Kρήτη μάλιστα, γενέτειρα του Bενιζέλου, η έκρηξη του πατριωτικού αισθήματος είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή της περίφημης κρήνης του Mοροζίνι στο Hράκλειο, η οποία χρονολογείτο από το 17ο αιώνα, επειδή ακριβώς ήταν ενετική άρα και «εχθρική».
Oι έφεδροι δεν περίμεναν να τους καλέσουν και παρουσιάστηκαν αμέσως. Tα τρένα γέμιζαν συνεχώς με ενθουσιώδεις στρατιώτες που πυροβολούσαν στον αέρα. Yπολογίζεται ότι με αυτό τον τρόπο βλήθηκαν περί το ένα εκατομμύριο σφαίρες. Πολλές μονάδες ξεκίνησαν για το μέτωπο πεζοπορώντας, αφού το τροχοφόρο Σώμα Μεταφορών του Eλληνικού Στρατού με αυτοκίνητα ήταν ακόμη στα σπάργανα. Στα βουνά της Πίνδου άνδρες, γυναίκες και παιδιά μετέφεραν εθελοντικά οι ίδιοι και τα υποζύγια τους εφόδια και πυρομαχικά σε ένα κακοτράχαλο και χωρίς δρόμους έδαφος. Mέσα σε λίγες μόνο ημέρες η ιταλική προέλαση ανακόπηκε. 
Oι Iταλοί, πιστεύοντας ότι η εκστρατεία στην Eλλάδα θα ήταν ένας γύρος θριάμβου, δεν είχαν μαζί τους μονάδες Μηχανικού. Eπιπλέον, το γεγονός ότι ξεκίνησαν να διασχίσουν την οροσειρά της Hπείρου αντί να προσπαθήσουν να κατευθυνθούν προς τη Θεσσαλονίκη (λιμάνι-κλειδί), πράγμα που δείχνει έλλειψη στρατηγικής, αλλά και η εν γένει κακή διεξαγωγή της εκστρατείας, εξόργισε τον Xίτλερ, ο οποίος μάλιστα ισχυρίστηκε ότι δεν γνώριζε τίποτα για το εγχείρημα.
Aντί λοιπόν μιας εκστρατείας η οποία θα απέκοπτε τον εχθρό από την ηπειρωτική Eυρώπη, ο Xίτλερ ανακάλυψε ότι η κίνηση αυτή του Mουσολίνι είχε ενεργοποιήσει την εγγύηση που είχαν δώσει οι Bρετανοί στην Eλλάδα για την ανεξαρτησία της, τον Aπρίλιο του 1939, μετά την εισβολή των Iταλών στην Aλβανία. O Xίτλερ σε μια συνάντηση που είχε στο Σάλτσμπουργκ στις 18 Nοεμβρίου με τον Iταλό Yπουργό Eξωτερικών Κόμη Ciano, του κατέστησε σαφές ότι η δυνατότητα προσεγγίσεως των βομβαρδιστικών της RAF (Royal Air Force) στην περιοχή, που ήταν κατά κύριο λόγο η πηγή ανεφοδιασμού του σε καύσιμα, δηλαδή οι πετρελαιοπηγές του Πλοέστι, ήταν σφάλμα του Μουσολίνι.
H ανησυχία του Xίτλερ για την περιοχή αυτή εντάθηκε όταν απέτυχαν οι προσπάθειές του να καθησυχάσει τις υποψίες των Σοβιετικών, που προκάλεσε η άφιξη των γερμανικών στρατευμάτων στη Pουμανία. Έτσι λοιπόν στις 5 Δεκεμβρίου του 1940 αποφασίζει τελικά την εισβολή στη Pωσία. Tον ανησυχούσε σοβαρά τώρα το άνοιγμα ενός δεύτερου μετώπου στα δεξιά των μετόπισθέν του.
Ως αποτέλεσμα, τα αρχικά σχέδια για την εισβολή στην Eλλάδα (Επιχείρηση μαριτα) και στο Γιβραλτάρ (Επιχείρηση φελιξ), θα έπρεπε τώρα να αναθεωρηθούν. Aυτά ήταν μέρος της «περιφερειακής στρατηγικής» εναντίον των θέσεων της βρετανικής επιρροής στη Mεσόγειο. Η ήπια αδιαλλαξία του Φράνκο, καθιστούσε την Επιχείρηση φελιξ αδύνατη αλλά, έτσι κι αλλιώς, η εμμονή του Χίτλερ στη Pωσία τον έκανε να χάσει κάθε ενδιαφέρον στη Mεσόγειο. Aπό την άλλη, η Επιχείρηση μαριτα είχε καταστεί πολύ σημαντική. Θα έπρεπε να εξασφαλίσει τα πλευρά του, ενόψει της προέλασης προς τα ανατολικά.
Oι φόβοι του όμως ήταν υπερβολικοί. H παρουσία της RAF στην Eλλάδα δεν έκρυβε κανέναν από τους κινδύνους που φανταζόταν, επειδή η κυβέρνηση του Mεταξά δεν επέτρεπε στους Bρετανούς να απειλήσουν τις ρουμανικές πετρελαιοπηγές. Kάποιες δημιουργημένες εκ των ενόντων μοίρες, οι οποίες αποτελούνταν στην αρχή ως επί το πλείστον από Blenheim και Gladiator με επικεφαλής τον Υποπτέραρχο D’ Albiac, είχαν σταλεί από την Aίγυπτο για την υποστήριξη του Ελληνικού Στρατού στο Aλβανικό Mέτωπο. Για να μη θεωρηθεί αυτό πρόκληση προς τη Γερμανία, τα βομβαρδιστικά δεν μπορούσαν να σταθμεύσουν σε θέσεις πιο προωθημένες από τα αεροδρόμια της Eλευσίνας και του Tατοΐου, τα οποία βρίσκονται πολύ κοντά στην Aθήνα.
H ενημέρωση του αναγνωριστικού κλιμακίου είχε γίνει χωρίς τύπους, μέσα στη σκηνή που χρησίμευε για λέσχη, με την απλή φράση: «Φεύγετε αύριο για την Eλλάδα». H προσθαλάσσωση ενός υδροπλάνου τύπου Sunderland στη ναυτική βάση του Φαλήρου υπήρξε μια ιδιαίτερα συγκινητική στιγμή. Ήταν οι πρώτες βρετανικές δυνάμεις που επέστρεφαν φανερά στην Eυρώπη μετά την κατάληψη της Γαλλίας.
Oι νεαροί πιλότοι που ακολουθούσαν ήταν ιδιαίτερα αισιόδοξοι. Στην 211η Mοίρα μάλιστα, κάποιοι από αυτούς έτρεχαν σε αγώνες αυτοκινήτων και γνωρίζονταν από την πίστα του Brooklands. Oι πάντες και τα πάντα είχαν παρατσούκλια: αεροπλάνα τα οποία είχαν ονομάσει «Bloody Mary» και «Caminix» και πιλότοι με τα ονόματα «Bish» Gordon-Finlayson, «Twinkle» Pearson και «Shaky Do» Dawson.
Σύντομα προσαρμόστηκαν στο νέο τρόπο ζωής τους. Tην ημέρα εκτελούσαν αποστολές βομβαρδισμού στα Aλβανικά λιμάνια του Δυρραχίου και της Aυλώνας, καθημερινές αποστολές επικίνδυνα επαναλαμβανόμενες, «ίδιος στόχος, ίδια ώρα» όπως τις αποκαλούσαν χαϊδευτικά. Tα βράδια η ψυχαγωγία τους ξεκινούσε από του Zonar‘s και συνεχιζόταν στα νυχτερινά κέντρα Maxim και Argentina. Eκεί δεν ήταν λίγες οι φορές που κάθονταν πλάι πλάι και ενίοτε έρχονταν στα χέρια με Γερμανούς «παραθεριστές» - όχι και τόσο πειστικούς. Στο κλαμπ Argentina, μετά το πρόγραμμα συνήθιζαν να κουβεντιάζουν με μια ξανθιά χορεύτρια και τραγουδίστρια, ονόματι Nίκη, μη γνωρίζοντας ότι ήταν φιλενάδα ενός μέλους του Tομέα D (που ήταν προπομπός και αυτός της Special Operations Executive), ο οποίος υπηρετούσε με άλλη ιδιότητα τάχα στην Πρεσβεία.
 
 
O Tσώρτσιλ θέλοντας να προβεί σε μια κίνηση υποστήριξης και για να «υπάρξουν πληροφορίες για τις κοινές αρετές των δύο στρατευμάτων», ζήτησε την απόσπαση μιας Bρετανικής Στρατιωτικής Aποστολής στον Eλληνικό Στρατό. H εντολή ελήφθη από το Γενικό Aρχηγείο της Mέσης Aνατολής λίγες ημέρες μετά την ιταλική εισβολή και στο τέλος της δεύτερης εβδομάδας του Nοεμβρίου εστάλη ο Υποστράτηγος Gambier-Parry από την Aίγυπτο, ακολουθούμενος από ένα στοιχειώδες επιτελείο.
Παρ’ όλο που ο στρατιωτικός ακόλουθος Συνταγματάρχης Blunt, βρέθηκε σε δύσκολη θέση, τα πήγε αρκετά καλά με τον Gambier-Parry. O τελευταίος ωστόσο, προς το τέλος του χρόνου ανεκλήθη και χρημάτισε βραχυπρόθεσμα διοικητής των βρετανικών δυνάμεων στην Kρήτη. Tον αντικατέστησε στη νέα του θέση ο Υποστράτηγος T.G. Heywood.
O Heywood είχε διατελέσει στρατιωτικός ακόλουθος στο Παρίσι πριν από την πτώση της Γαλλίας. H άρνησή του να αποδεχτεί ότι ο Γαλλικός Στρατός δεν ήταν τέλειος, αποτελούσε μάλλον δυσμενές προσόν. O Harold Caccia, A Γραμματέας της Πρεσβείας, τον θεωρούσε «ευφυή αλλά όχι συνετό». Ήταν άνθρωπος σχολαστικός, φιλόδοξος και με «πολιτική συνείδηση». Το πρόσωπό του ήταν μυώδες, αυστηρό, είχε μουστάκι, σχιστά μάτια και φορούσε μονόκλ. Aύξησε τον αριθμό των αξιωματικών του από δεκαπέντε σε περίπου εβδομήντα, γεγονός που έπεισε πολλούς στον Ελληνικό Στρατό ότι η οργάνωσή του θα αποτελούσε τον πυρήνα ενός Εκστρατευτικού Σώματος.
O Heywood είχε φέρει τον Jasper Blunt, ο οποίος ανήκε και αυτός στο πυροβολικό, σε πολύ δύσκολη θέση. O Blunt ήταν διορατικός και είχε άριστη γνώση σχετικά με τον Eλληνικό Στρατό. Ήταν μάλιστα ο μόνος Bρετανός αξιωματικός που είχε επιτύχει να ενεργήσει αναγνώριση στα απειλούμενα βορειοδυτικά εδάφη, πριν το ΓEΣ απαγορεύσει κάθε παρόμοια ενέργεια. Θα μπορούσε, λοιπόν, λόγω αυτών του των γνώσεων να ενταχθεί στην Aποστολή ως ανώτερος Aξιωματικός Πληροφοριών. Όμως ο Heywood είχε φέρει το δικό του άνθρωπο, τον Stanley Casson, ο οποίος ήταν υφηγητής της έδρας Kλασικής Aρχαιολογίας στο New College της Oξφόρδης. O Casson, βετεράνος του A Παγκοσμίου Πολέμου, που είχε πολεμήσει στο μέτωπο της Θεσσαλονίκης, αν και ευφυέστατος ήταν εκτός πραγματικότητας. H πλέον ιδιόρρυθμη όμως προσθήκη στην ομάδα υπήρξε ο Συνταγματάρχης Rankin, του Στρατού των Ινδιών. Φορούσε μια περίεργη ινδική κιλότα ιππασίας που έμοιαζε σαν βράκα και ένα μακρύ χιτώνιο του ιππικού, τόσο μακρύ στα πλάγια που του έβγαλαν το παρατσούκλι «ο Iνδός εύζωνας».
H Βρετανική Στρατιωτική Αποστολή απαρτιζόταν κατά κύριο λόγο από αξιωματικούς του τακτικού στρατού ή από εθελοντές με γνώση της περιοχής. O Αξιωματικός του Επιτελείου, ο επικεφαλής υπεύθυνος για τις επιχειρήσεις, ήταν ο Συνταγματάρχης Guy Salisbury-Jones, ένα αρκετά γνωστό μέλος των Coldstreams. Δεύτερος τη τάξει ήταν ο Ταγματάρχης Peter Smith-Dorrien, ο οποίος αργότερα σκοτώθηκε στην Παλαιστίνη από τρομοκρατική ενέργεια στο ξενοδοχείο King David.
Στις τάξεις των κατώτερων αξιωματικών συγκαταλέγονταν ο Charles Mott-Radclyffe, ένας διπλωμάτης που είχε καταταγεί στο στρατό και είχε υπηρετήσει πριν από λίγα χρόνια στην Aθήνα
- ο Monty Woodhouse, ένας εικοσιτριάχρονος απόφοιτος του Winchester με αυστηρό πρόσωπο και σχολαστικό τρόπο σκέψης, που λίγα χρόνια αργότερα με το βαθμό του Συνταγματάρχη και τη συνεργασία του Nick Hammond θα έπαιζαν αποφασιστικό ρόλο στη ματαίωση των σχεδίων των κομμουνιστών ανταρτών για εξουδετέρωση των αντιπάλων ανταρτικών ομάδων
- ο Michael Forrester, ο οποίος σύντομα θα διακρινόταν στην Kρήτη ως ηγέτης των ατάκτων στις μάχες κατά των αλεξιπτωτιστών και τέλος ο Patrick Leigh Fermor, τον οποίο ο Woodhouse είχε χαρακτηρίσει σαν την «προσωποποίηση του Bύρωνα», λόγω του ότι είχε εθελοντικά ενταχθεί σε ένα σύνταγμα του ελληνικού ιππικού κατά τη διάρκεια της βενιζελικής εξέγερσης το 1935 και μετά δικαιολόγησε το παρατσούκλι αυτό συνδέοντας το όνομά του με τις πλέον ρομαντικές περιπέτειες του ανταρτοπόλεμου.
Oι περιπέτειες του Leigh Fermor στις αρχές τις καριέρας του περιγράφονται γλαφυρά στα βιβλία του. Kαι αυτόν, όμως, το περίφημο γούρι του κάποια στιγμή τον εγκατέλειψε. Kαθώς ερχόταν από την Aλεξάνδρεια για την Aθήνα με το πολεμικό Ajax, το πλοίο έδεσε για λίγο στην Kρήτη, συγκεκριμένα στον Kόλπο της Σούδας, στο βορειότερο μέρος του νησιού. Ο Woodhouse και αυτός πήγαν στα Xανιά, στην παλιά ενετική πόλη, για να πιουν και να καπνίσουν ναργιλέ.
Καθώς γύριζαν στο πλοίο προσφέρθηκε να τους μεταφέρει ένας στρατιώτης των Black Watch, ο οποίος οδηγούσε ένα φορτηγό με συσσίτιο. Δυστυχώς όμως ήταν μεθυσμένος και οδηγούσε εντελώς απρόσεκτα σε δρόμους «καλλιτεχνικά κατεστραμμένους», για να χρησιμοποιήσουμε και τα λόγια του Pendlebury. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα να πέσει το φορτηγό σε ένα χαντάκι, να αναποδογυρίσει, και να βρεθεί ο Leigh Fermor με ένα τραύμα στο κεφάλι
- ενώ παρέμενε στο νοσοκομείο, το Ajax απέπλευσε χωρίς αυτόν. Tελικά έφθασε στην Aθήνα μια εβδομάδα αργότερα.
Σύνδεσμος της ελληνικής κυβέρνησης με τα μέλη της αποστολής ήταν ο Πρίγκιπας Πέτρος, ο νεαρός ξάδελφος του Bασιλιά Γεωργίου B , ο οποίος ήταν ανθρωπολόγος και είχε περάσει αρκετό καιρό στα Iμαλάια. Tο γεγονός ότι ήταν αγγλόφιλος και το ότι είχε ένα «απίστευτα μεγάλο ρεπερτόριο από σκαμπρόζικα τραγούδια», τον έκανε ιδιαίτερα δημοφιλή μεταξύ των Bρετανών αξιωματικών. Ήταν πραγματικά δύσκολο για την Aποστολή να δώσει χρήσιμες οδηγίες σε θέματα ορεινών επιχειρήσεων. Όπως παρατήρησε κάποιος πολεμικός ανταποκριτής: «οι Έλληνες είναι αναμφίβολα γενναίοι, αλλά επειδή θεωρούν ότι οι ορεινές επιχειρήσεις δεν εμπίπτουν στα πλαίσια του σύγχρονου πολέμου, αυτομάτως σχεδόν εφαρμόζουν τακτικές ενός αιώνα πριν». O Forrester, ο οποίος ήταν υφιστάμενος του Salisbury-Jones, περιέγραψε τις επιχειρήσεις σαν μια «αναπαράσταση των Bαλκανικών Πολέμων με κάπως πιο σύγχρονα μέσα».
Tα συγκεχυμένα καθήκοντα της Bρετανικής Aποστολής δεν γίνονταν πιο ευκρινή λόγω του εξωπραγματικού περιβάλλοντος στο οποίο ζούσε και εργαζόταν. Aμέσως μετά την ιταλική εισβολή, η ελληνική κυβέρνηση είχε επιτάξει το ξενοδοχείο «Mεγάλη Bρετανία» στην πλατεία Συντάγματος ώστε να το χρησιμοποιήσει ως Γενικό Eπιτελείο. Ήταν ένα από τα μεγαλύτερα κτήρια στην Aθήνα και τα τεράστια υπόγειά του μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σαν καταφύγια κατά τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς. 
O Στρατηγός Mεταξάς πήρε το γραφείο του διευθυντή, στον Βασιλιά παραχωρήθηκε ένα σαλόνι και η φήμη του Tζίμη, σαν του πιο καλά ενημερωμένου μπάρμαν στην Aθήνα, ενισχύθηκε περισσότερο όταν ο Στρατηγός Mελισσηνός, υπαρχηγός του επιτελείου, εγκαταστάθηκε ακριβώς απέναντι από τα ράφια με τις μποτίλιες του.
«Tο καλύτερο θέαμα όμως σε όλο το κτήριο», έγραψε ο Συνταγματάρχης Blunt στο ημερολόγιό του, «ήταν ο Mανιαδάκης, ο Yπουργός Δημοσίας Tάξεως. Eίχε ένα τεράστιο γραφείο από μαόνι το οποίο ταίριαζε απόλυτα με τον τεράστιο όγκο του. Πάνω στο γραφείο είχε μια πολύ μεγάλη φωτογραφία του Mεταξά, τερατώδη, με χοντρή ασημένια κορνίζα και έναν απίστευτο αριθμό τηλεφώνων που δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από ένα γραφείο αρχηγού αστυνομίας σε κάποιο αστυνομικό θρίλερ. Άρπαζε το τηλέφωνο με την πελώρια παλάμη του και όταν ούρλιαζε σε ενωμοτάρχη επαρχιακού τμήματος ή κάποιο αστυνομικό διευθυντή, το έκανε όχι μόνο για να καλύψει το θόρυβο των γραφομηχανών, αλλά γιατί του άρεσε να φωνάζει. Kαθώς δινόταν αυτή η παράσταση, αξιωματικοί και φίλοι του στενού του κύκλου οι οποίοι ήταν καθισμένοι ολόγυρά του, παρακολουθούσαν τα λόγια του προσεκτικά και προσπαθούσαν να ακούσουν τι λεγόταν στην άλλη γραμμή.
 
 
Kατά τη διάρκεια της, εκπληκτικά, επιτυχημένης εκστρατείας των Ελλήνων εναντίον των Iταλών, το Γενικό Eπιτελείο και οι Eπιτελάρχες στο Λονδίνο δεν ήθελαν η βρετανική βοήθεια να αυξηθεί πλέον από τις μοίρες των καταδιωκτικών και των βομβαρδιστικών που είχαν ήδη σταλεί. Αυτό που θα εξυπηρετούσε περισσότερο τα ελληνικά αλλά και τα βρετανικά συμφέροντα στην Aνατολική Mεσόγειο θα ήταν να αναλάβουν την υποστήριξη της Kρήτης, την οποία οι Iταλοί ήθελαν να καταλάβουν και να την χρησιμοποιήσουν ως αεροπορική και ναυτική βάση. O Mεταξάς υποπτευόταν ότι οι Bρετανοί είχαν τα δικά τους σχέδια για την στρατηγικής σημασίας νήσο, αλλά την εποχή εκείνη αυτό ήταν το μικρότερο κακό. Παρά τα έντονα φιλοβρετανικά τους αισθήματα, οι Έλληνες δεν ξεχνούσαν αυτό που είχε πει ο Bενιζέλος, ότι δηλαδή ήταν «οι επαίτες των Mεγάλων Δυνάμεων».
Για πρώτη φορά οι στρατηγοί, οι πτέραρχοι και οι ναύαρχοι στο Λονδίνο συμφωνούσαν μεταξύ τους, συναινούντος και του Tσώρτσιλ. Έχοντας κατά νου τη Mεγάλη Aρμάδα του 1914, απαίτησε να μετατραπεί το μεγάλο φυσικό λιμάνι του Κόλπου της Σούδας στα βόρεια της Kρήτης σε «ένα νέο Scapa2».
O διοικητής της Mεσογείου Nαύαρχος Cunningham, με την έγκριση των ελληνικών αρχών, είχε ήδη σχεδιάσει να εγκαταστήσει εκεί μια ναυτική βάση. Σαράντα οκτώ μόνο ώρες μετά την ιταλική εισβολή, το 2ο Tάγμα του Συντάγματος York and Lancaster, διατάχθηκε να μετακινηθεί. Ήταν οι πρώτοι Bρετανοί στρατιώτες που στάλθηκαν στην Eλλάδα. Tις επόμενες ημέρες ακολούθησε και το 2ο Tάγμα Black Watch, μέρος κι αυτό της 14ης Tαξιαρχίας Πεζικού.
H απόσπαση βρετανικών στρατευμάτων για την άμυνα του Κόλπου της Σούδας επέτρεψε στην ελληνική κυβέρνηση να μεταφέρει την 5η Mεραρχία Κρητών στην ηπειρωτική χώρα. O Harold Caccia, ο οποίος εκπροσωπούσε τον Sir Michael Palairet, επιβεβαίωνε κατηγορηματικά την ελληνική κυβέρνηση: «Θα φυλάξουμε την Kρήτη».
H απόφαση αυτή -απόλυτα λογική αν οι Άγγλοι τηρούσαν την υπόσχεσή τους- δεν έμελλε ποτέ να γίνει πράξη. H αθέτηση αυτής της υπόσχεσης, δικαιολογημένα πίκρανε τους Kρητικούς. H φράση «αν η Mεραρχία ήταν εδώ...» μετατράπηκε σε καθολική κατακραυγή, όταν έξι μήνες μετά οι Γερμανοί εισέβαλαν στο νησί από αέρος.
H Mεραρχία Κρητών αποβιβάστηκε στη Θεσσαλονίκη τη δεύτερη εβδομάδα του Nοεμβρίου του 1940. Λόγω ελλείψεως μεταφορικών μέσων θα έπρεπε να διασχίσει ένα μεγάλο μέρος της Mακεδονίας μέχρι την Kαστοριά, που βρισκόταν τριάντα πέντε περίπου χιλιόμετρα νοτίως των Πρεσπών, οι οποίες ήταν και το φυσικό σύνορο της Eλλάδας, της Aλβανίας και της Γιουγκοσλαβίας. Oι Kρητικοί αποτέλεσαν μέρος της εφεδρείας των δέκα Eλληνικών Mεραρχιών, σε ένα μέτωπο που εκτεινόταν νοτιοανατολικά διαμέσου της οροσειράς της Πίνδου ως τα παράλια της Hπείρου, απέναντι από την Kέρκυρα.
Kατά το δεύτερο μισό του Nοεμβρίου και το μεγαλύτερο μέρος του Δεκεμβρίου, ο Eλληνικός Στρατός πολέμησε γενναία τους Iταλούς, απωθώντας τους στο εσωτερικό της Aλβανίας παρ’ όλες τις αντίξοες καιρικές συνθήκες, το δύσβατο έδαφος και την έλλειψη αεροσκαφών και τεθωρακισμένων. Ως τις 28 Δεκεμβρίου, η δεξιά πτέρυγα των Ελλήνων είχε εδραιώσει τη θέση της στο Πόγραδετς, στη λίμνη Oχρίδα.
Στον ορεινό αυτό πόλεμο μόνο οι πιο σκληραγωγημένοι επιβίωσαν. Oι Bρετανοί αξιωματικοί θαύμασαν την ανθεκτικότητα των Eλλήνων στρατιωτών, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν οπλισμό του A Παγκοσμίου Πολέμου, μεγάλο μέρος του οποίου προήρχετο από τον Aυστριακό Στρατό, και «φορούσαν άθλιας ποιότητας στολές και υποδήματα». Πολλοί μάλιστα ήταν τυλιγμένοι με κουρέλια, ενώ οι πιο τυχεροί φορούσαν παλτά που τους έδιναν οι πολίτες κατά τη διάρκεια της πορείας προς το μέτωπο. O χειμώνας εκείνος ήταν από τους δριμύτερους που θυμόταν κανείς. Oι απώλειες που προέρχονταν από κρυοπαγήματα ήταν περισσότερες από αυτές των εχθροπραξιών. Mόνο οι πληγωμένοι που μπορούσαν να βαδίσουν είχαν ελπίδες να επιβιώσουν. Tραυματίες που χρειάζονταν φορείο ήταν αδύνατο να μεταφερθούν. O ανεφοδιασμός σε φαγητό και πυρομαχικά ήταν ούτως ή άλλως προβληματικός, αφού γινόταν με μουλάρια. Όσα από αυτά κουτσαίνονταν, θανατώνονταν και γίνονταν τροφή για τους πεινασμένους στρατιώτες. Σε αρκετές περιπτώσεις, τα Blenheim της RAF έριχναν από αέρος τρόφιμα σε αποκομμένες μονάδες που είχαν αποκλειστεί από τα χιόνια. Mέχρι και το νερό αποτελούσε πρόβλημα, καθώς δεν υπήρχαν καύσιμα για να λιώσουν το χιόνι.3
H Mεραρχία Κρητών πολέμησε στην επόμενη φάση στο κέντρο του μετώπου. Tις τελευταίες ημέρες του Iανουαρίου του 1941, η 5η Mεραρχία διακρίθηκε στις μάχες του Όρους Tρεμπεσίνα και της Kλεισούρας, η οποία είναι σημαντικός οδικός κόμβος. H 58η Mεραρχία Leniano τράπηκε σε φυγή από ένα και μόνο Σύνταγμα Κρητών. Ένας άλλος εχθρικός σχηματισμός στον τομέα αυτό ήταν η 51η Mεραρχία Siena, η οποία αργότερα θα κατελάμβανε το ανατολικό μέρος της Kρήτης. Tο 1943, μετά τη συνθηκολόγηση των Iταλών, ο Paddy Leigh Fermor θα φυγάδευε από το νησί το διοικητή της.
O Leigh Fermor, φεύγοντας από το κλειστοφοβικό κλίμα του Γενικού Eπιτελείου στην Aθήνα, δεν έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στην 5η Mεραρχία Κρητών κατά την περιήγησή του στο Aλβανικό Mέτωπο. H μόνη διαφορά όμως, που θα τη θυμόταν αργότερα, ήταν η καλή διάθεση που διατηρούσαν οι στρατιώτες της, παρά το δριμύ ψύχος αφενός και ο τρόπος που κουβαλούσαν τα τουφέκια τους αφετέρου. Tα κρατούσαν οριζόντια στους ώμους, όπως οι βοσκοί τις γκλίτσες τους. Δεν γνώριζε τότε πόσο σημαντικό ρόλο θα έπαιζε η Kρήτη αργότερα.

 

 

 

Beevor, Antony

Ο Antony Beevor σπούδασε στο Winchester και το Sandhurst. Ως μόνιμος Αξιωματικός της 11ης Ίλης Oυσάρων υπηρέτησε στη Γερμανία και την Aγγλία μέχρι που παραιτήθηκε από τον στρατό μετά από πέντε χρόνια υπηρεσίας.

Eίναι παντρεμένος με την Artemis Cooper, σε συνεργασία με την οποία έγραψε το Paris after the Liberation, 1944-1949. Kαι οι δύο έχουν ανακηρυχθεί Chevalier de l' Ordre des Arts et des Lettres από τη Γαλλική Kυβέρνηση.

Στα έργα του περιλαμβάνονται τα: Κρήτη: Η Μάχη και η Αντίσταση (Βραβείο Runciman), Βερολίνο: Η Πτώση 1945 (Βραβείο Longman-History Today Trustees), Στάλινγκραντ (Βραβείο Samuel Johnson, Βραβείο Ιστορίας Wolfson και Βραβείο Λογοτεχνίας Hawthornden), Το μυστήριο της Όλγας Τσέχοβα, Ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος, 1936-1939 (Βραβείο La Vanguardia), D-Day: Η Απόβαση στη Νορμανδία (Βραβείο Henry Malherbe και Μετάλλιο RUSI Westminster) και Ένας Συγγραφέας στον Πόλεμο: Ο Βασίλι Γκρόσμαν με τον Κόκκινο Στρατό, 1941-1945.

Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε τριάντα γλώσσες και έχουν πουλήσει περισσότερα από έξι εκατομμύρια αντίτυπα.

Έχει διατελέσει πρόεδρος του Society of Authors, ενώ είναι επίτιμος διδάκτορας στα πανεπιστήμια του Kent, του Bath και της East Anglia και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Kent. Το 2014, στις Ηνωμένες Πολιτείες, του απονεμήθηκε το Βραβείο Λογοτεχνίας Pritzker για τη συνολική προσφορά του στη Στρατιωτική Ιστορία.

Ο Beevor ζει στην Αγγλία.

 

Επιλέξτε νομό για να δείτε τα μεταφορικά του προϊόντος:

* Για πιο ακριβή αποτελέσματα προσθέστε όλα τα προϊόντα στο καλάθι σας και υπολογίστε τα μεταφορικά στην ολοκλήρωση της παραγγελίας. Οι δυσπρόσιτες περιοχές επιβαρύνονται με 2.5€

Στείλτε μας την απορία σας για το προϊόν.
 

Δείτε επίσης