Νιέτοτσκα Νιεσβάνοβα

Νιέτοτσκα ΝιεσβάνοβαΣυγγραφέας: Ντοστογιέβσκη, Φιόντορ

10,00€8,00€

Άμεσα διαθέσιμο

Μια αληθινή τέχνη δεν μπορεί πια να θεωρήσει και να προσκυνήσει τα μικρά εικονίσματα που σύντριψε ο Nτοστογιέβσκη, ούτε να κλείσει πια το μυθιστόρημα μέσα στο στενό κύκλο της κοινωνίας και των αισθημάτων, ούτε ν’ αφήσει αφώτιστες εκείνες τις ενδιάμεσες και μυστηριώδεις καταστάσεις της ψυχής, που τις πλημμύρισε με το φως του ο ίδιος. Eίναι ο πρώτος που μας έδωσε μια ιδέα του ανθρώπου, που είναι ο ίδιος ο εαυτός μας, κοιταγμένος σε καθρέφτη. Tου σημερινού ανθρώπου που ξεχωρίζει απ‘ τον παλιό, γιατί τα αισθήματά του είναι πιο διαφοροποιημένα και γέρνει κάτω απ’ το βάρος μιας γνώσης, που δεν την είχανε ποτέ οι προγενέστεροί του. Kανένας δεν μπορεί να ξέρει πόσο πλησιάσαμε τους ήρωες του Nτοστογιέβσκη μέσα σε εβδομήντα χρόνια, δηλαδή από τότε που πρωτοφάνηκαν τα βιβλία του, πόσες απ’ τις προφητείες του και τα προαισθήματά του πραγματωθήκανε μέσα στο αίμα μας και μέσα στο πνεύμα μας. Ίσως οι άγνωστες χώρες που τις πρωτοπάτησε αυτός, να ’ναι πια η πατρίδα μας.

Μετάφραση: Σαραντίδη, Αθηνά
Είδος: Βιβλίο
ISBN: 978-960-446-102-8
Αριθμός έκδοσης: 1
Έτος έκδοσης: 2021
Πρώτη έκδοση: 1939, 1995
Ενιαία Τιμή Βιβλίου: ΝΑΙ (έως Σεπτέμβριο 2022)
Δέσιμο: Μαλακό εξώφυλλο
Διαστάσεις: 14x21
Σελίδες: 216
Θεματική Ταξινόμηση: ΞΕΝΗ ΚΛΑΣΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Βάρος: 334 γρ.

[...] «Άλλες φορές κατάφερνε με την πρωτόγονη, απλή γλώσσα του, που ήταν ξένη σε κάθε επιστήμη, να μου λέει τόσο βαθιές αλήθειες, που έμενα αποσβολωμένος και δεν μπορούσα να καταλάβω πώς διαισθανόταν όλ’ αυτά, αφού δε διάβασε ποτέ του τίποτα, αφού δεν έμαθε ποτέ του τίποτα και πολλά χρωστώ, σ’ αυτόν και στις συμβουλές του για την τελειοποίησή μου. Όσο για μένα», εξακολουθούσε ο Μπ., «ήμουνα ήσυχος για το μέλλον μου. Κι εγώ επίσης αγαπούσα με πάθος την τέχνη μου, αν και ήξερα απ’ την αρχή της σταδιοδρομίας μου, πως δε μου χρειαζόταν τίποτα περισσότερο, πως θα γινόμουνα, κυριολεκτικά, ένας απλός μουσικός. Ωστόσο είμαι περήφανος που δε χαντάκωσα, σαν τον οκνηρό δούλο, εκείνο που μου δόθηκε απ’ τη φύση, μα απεναντίας το εκατονταπλασίασα. Κι αν τώρα παινεύουνε τη διαύγεια στο παίξιμό μου, αν θαυμάζουνε τον πολυδουλεμένο μηχανισμό μου, όλ’ αυτά τα χρωστώ στον αδιάκοπο και άγρυπνο μόχθο, στην άσφαλτη συναίσθηση των δυνάμεών μου, στη θεληματική μου αυτοεκμηδένιση και στην παντοτινή μου αποστροφή στην έπαρση».

 

[...] Όμως δεν ήξερες τι γινότανε μέσα σου. Δε σε χώραγε το σπίτι του γαιοκτήμονα κι ούτε και συ ήξερες τι ζητούσες. Ο δάσκαλός σου πέθανε πολύ νωρίς. Σ’ άφησε μονάχα με αόριστες παρορμήσεις και το κυριότερο χωρίς να σου αποκαλύψει τον ίδιο τον εαυτό σου. Το ’νιωθες πως σου χρειαζόταν ένας άλλος πλατύτερος δρόμος, προμάντευες πως άλλοι δρόμοι προορίζονταν για σένα, όμως δεν καταλάβαινες πώς θα γίνονταν όλ’ αυτά και μέσα στον καημό σου μίσησες το κάθετι που σε περιτριγύριζε. Τα έξι χρόνια της φτώχειας σου και της ανέχειάς σου δεν πήγανε χαμένα. Δούλεψες, σκέφτηκες, απόχτησες συνείδηση του εαυτού σου και των δυνάμεών σου, και τώρα καταλαβαίνεις την τέχνη και τον προορισμό της. Φίλε μου, χρειάζεται υπομονή και κουράγιο. Σε περιμένει ένα πεπρωμένο πολύ πιο ζηλευτό απ’ το δικό μου. Είσαι εκατό φορές περισσότερο καλλιτέχνης από μένα, αλλά μακάρι να σου ’δινε ο Θεός το δέκατο της υπομονής μου. Δούλευε και μην πίνεις, καθώς σου ’λεγε ο καλός σου γαιοκτήμονας, και το κυριότερο να ξαναρχίσεις πάλι απ’ την αρχή, απ’ το άλφα. Τι σε βασανίζει; Η φτώχεια κι η δυστυχία; Όμως η φτώχεια κι η δυστυχία διαπλάθουν τον καλλιτέχνη. Είναι αχώριστες απ’ τα πρώτα μας βήματα. Τώρα δεν έχει ακόμα κανένας την ανάγκη σου, κανένας δε θέλει μήτε να σε ξέρει, αυτά έχει ο κόσμος. Περίμενε και θα δεις και άλλα πολλά, άμα μάθουνε πως έχεις ταλέντο. Η ζήλια, η ταπεινή κουτοπονηριά και -το χειρότερο απ’ όλα- η βλακεία θα πέσουν επάνω σου πιο αμείλιχτα απ’ τη δυστυχία.

Το ταλέντο έχει ανάγκη από συμπάθεια, έχει ανάγκη να το καταλαβαίνουμε, μα συ θα δεις τι φάτσες θα σε περικυκλώσουνε, όταν έστω και λίγο θα φτάσεις στο σκοπό σου. Θα προσπαθούνε να υποβιβάσουνε και να καταφρονήσουνε κείνο που δημιούργησες με βαρύ μόχθο, με στερήσεις, με πείνα, μ’ άυπνες νύχτες. Οι μελλοντικοί σου συνάδελφοι δεν θα σ’ ενθαρρύνουνε, δεν θα σε παρηγορήσουνε, δεν θα σε κατευθύνουνε σ’ ό,τι καλό και αληθινό έχεις μέσα σου, αλλά με χαιρεκακία θα εξογκώνουνε το κάθε σου σφάλμα, θα σου δείξουνε ακριβώς τι κακό έχεις μέσα σου, σε τι γελιέσαι και με ύφος φαινομενικά ψύχραιμο και γεμάτο περιφρόνηση για σένα, θα πανηγυρίζουνε για το κάθε σου λάθος -σαν να υπάρχει κανένας αλάνθαστος! Συ όμως είσαι επαρμένος, πολύ συχνά δείχνεις άτοπη περηφάνια και θα συμβεί να προσβάλεις καμιά φιλότιμη μηδαμινότητα, και τότε αλίμονο σου, εσύ θα ’σαι μόνος και κείνοι πολλοί και θα σε κατασπαράξουνε. Ως κι εγώ αρχίζω να το δοκιμάζω αυτό. Ξεθάρρεψε λοιπόν τώρα! Δεν είσαι ακόμα τόσο φτωχός, μπορείς να ζήσεις. Μην περιφρονείς τις χοντρές δουλειές, γρατζούνα το βιολί σου, όπως το γρατζούναγα κι εγώ στις βεγγέρες των φτωχών μαστόρων. Όμως συ είσαι ανυπόμονος, η ανυπομονησία σου σε κάνει άρρωστο, δεν έχεις αρκετή αφέλεια, είσαι πάρα πολύ πονηρός, σκέφτεσαι πολύ και βάζεις το μυαλό σου να παραδουλεύει. Είσαι αυθάδης στα λόγια και τρέμεις όταν είναι να πάρεις στα χέρια το δοξάρι. Είσαι εγωιστής κι έχεις μέσα σου λίγη τόλμη. Θάρρος λοιπόν, περίμενε, σπούδαζε και, αν δεν μπορείς να υπολογίζεις στις δυνάμεις σου, τότε τράβα στην τύχη: έχεις φλόγα, έχεις αίσθημα. Ισως να φτάσεις στο σκοπό σου, μα αν όχι, πάλι τράβα στην τύχη: δεν έχεις να χάσεις τίποτα σε καμιά περίπτωση, γιατί το κέρδος θα ’ναι πάρα πολύ μεγάλο. Στην τέχνη μας, αδελφέ, τούτο το «ίσως» είναι μεγάλη υπόθεση! [...]

[...] Και φλυαρήσαμε ακόμα πολλή ώρα. Ένας Θεός ξέρει μονάχα τι είπαμε. Και πρώτα πρώτα, η μικρή πριγκίπισσα μου ’πε για τα σχέδιά της, για το μέλλον και την τωρινή της κατάσταση. Κι έτσι έμαθα πως αγαπούσε τον μπαμπά της περισσότερο απ’ όλους, περισσότερο ακόμα κι από μένα. Έπειτα βγάλαμε την απόφαση πως η μαντάμ Λεοτάρ ήτανε θαυμάσια γυναίκα και πως κάθε άλλο παρά αυστηρή ήτανε. Κατόπι, σκεφτήκαμε τι θα κάναμε αύριο και μεθαύριο και γενικά κανονίσαμε τη ζωή μας για είκοσι τουλάχιστο χρόνια. Η Κάτια σκέφτηκε πως θα ζήσουμε έτσι: Τη μια μέρα θα διέταζε κείνη κι εγώ θα ’κανα ότι μου ’λεγε, ενώ την άλλη θα γινότανε το αντίθετο, θα πρόσταζα εγώ κι εκείνη θα μ’ άκουγε δίχως αντιλογίες. Κι αν μια από μας έκανε στα ψέματα καμιά απειθαρχία, θα κάναμε πως τσακωνόμαστε, έτσι για τα μάτια, έπειτα πάλι θα φιλιώναμε γρήγορα. Με λίγα λόγια, μας περίμενε μια ευτυχία ατέλειωτη. Στα τελευταία κουραστήκαμε να φλυαρούμε και τα μάτια μου σφάλισαν. Η Κάτια γελούσε μαζί μου, μ’ έλεγε υπναρού, ενώ η ίδια αποκοιμήθηκε πριν από μένα. Το πρωί ξυπνήσαμε μαζί, φιληθήκαμε στα πεταχτά, γιατί κάποιος έμπαινε στην κάμαρά μας. Μόλις πρόφτασα να τρέξω στο κρεβάτι μου.

Όλη την άλλη μέρα δεν ξέραμε τι να κάνουμε η μια στην άλλη απ’ τη χαρά μας. Όλο κρυβόμαστε και αποφεύγαμε τους άλλους, γιατί φοβόμαστε τ’ αδιάκριτα μάτια. Τέλος, άρχισα να διηγιέμαι την ιστορία μου. Η Κάτια ήτανε κατασυγκινημένη και μόνο που δεν έκλαιγε ακούγοντας την αφήγησή μου. [...]

 

[...] Άρχισα λοιπόν να διαβάζω αχόρταγα και σε λίγον καιρό το διάβασμα μ’ απορροφούσε ολότελα. Όλες οι καινούργιες ανάγκες μου, όλες οι πρόσφατες επιθυμίες μου, όλες οι αόριστες ακόμη παρορμήσεις της εφηβικής μου ηλικίας, που τόσο ανήσυχα κι ανταριασμένα επαναστατούσαν στην ψυχή μου, που τις προκαλούσε η τόσο πρόωρη ανάπτυξή μου - όλ’ αυτά στραφήκανε ξαφνικά για πολύ καιρό στην καινούργια διέξοδο που ανοίχτηκε αναπάντεχα μπροστά τους, φανήκανε σαν απόλυτα ικανοποιημένα από τη νέα τούτη τροφή, σα να βρήκανε το σωστό τους δρόμο. Σε λιγάκι η καρδιά μου και το μυαλό μου γοητευτήκανε τόσο πολύ, γρήγορα η φαντασία μου αναπτύχθηκε τόσο πλατιά, που θαρρείς κι είχα ξεχάσει όλο τον άλλο κόσμο που με τριγύριζε ίσαμε τότε. Θα ’λεγε κανείς πως η ίδια η μοίρα με είχε σταματήσει στο κατώφλι της καινούργιας ζωής, που τόσο είχα επιθυμήσει, που τη λαχταρούσα μέρα και νύχτα, και προτού μ’ αφήσει να μπω στον άγνωστο δρόμο, μ’ ανέβασε σ’ ένα ύψωμα δείχνοντάς μου το μελλούμενο μέσα σ’ ένα παραμυθένιο πανόραμα, μέσα σε μια δελεαστική και λαμπρή προοπτική. Μου ήταν γραφτό να το ζήσω πρώτα τούτο το μελλούμενο, διαβάζοντάς το προηγούμενα στα βιβλία, να το νιώσω στα όνειρά μου, στις ελπίδες μου, στις όλο πάθος παρορμήσεις μου, στη γλυκιά συγκίνηση του εφηβικού μου πνεύματος.

Άρχισα το διάβασμα ανεξέλεγκτα, από το πρώτο βιβλίο που μου ’πεσε στο χέρι. Όμως η μοίρα αγρυπνούσε πάνω μου: ό,τι έμαθα κι ό,τι έζησα ίσαμε σήμερα, στάθηκε τόσο ευγενικό, τόσο αυστηρό, που τώρα πια δε θα μπορούσε να με παρασύρει καμιά κακή ή ανήθικη σελίδα. Με φύλαγε το παιδιάστικο ένστικτό μου, η πρώιμη ανάπτυξή μου κι όλο το παρελθόν μου. Λες και τώρα η συνείδησή μου σάμπως να ’ριξε ένα ξαφνικό φως πάνω σ’ όλη την περασμένη ζωή μου. Κι αληθινά, κάθε μια σχεδόν από τις σελίδες που διάβαζα ήταν σαν να την είχα κιόλας ζήσει από καιρό, λες κι όλ’ αυτά τα πάθη, όλη τούτη τη ζωή, που ορθώθηκε μπροστά μου μέσα σε τόσες απροσδόκητες μορφές, με τόσες μαγευτικές εικόνες, να την είχα κιόλας δοκιμάσει. Και πώς μπορούσα τάχα να μην παρασυρθώ ίσαμε το σημείο να ξεχνάω το παρόν, ν’ αποξενώνομαι από την πραγματικότητα, αφού μπροστά μου, στο κάθε βιβλίο που διάβαζα, ενσωματώνονταν όλοι κείνοι οι νόμοι του ίδιου πάντοτε πεπρωμένου, το ίδιο πάντοτε πνεύμα των περιπετειών, που κυριαρχεί στην ανθρώπινη ζωή, μα που απορρέει από ένα θεμελιώδη νόμο της ανθρώπινης ζωής, που είναι ο όρος της λύτρωσης και της διαφύλαξης της ευτυχίας. Το νόμο τούτο, που τον υποπτευόμουνα, προσπαθούσα και να τον νιώσω μ’ όλες μου τις δυνάμεις, μ’ όλα μου τα ένστιχτα, που είχαν ξυπνήσει μέσα μου από κάτι σαν αίσθημα αυτοσυντήρησης! Λες και με προειδοποιούσε μέσα μου, λες και κάποιος με προφύλαγε. Κάτι το προφητικό προσπαθούσε να μπει στην ψυχή μου και, μέρα με τη μέρα, διαρκώς δυνάμωνε η ελπίδα μέσα μου, αν και μαζί μ’ όλ’ αυτά επιθυμούσα ολοένα και πιο ακράτητα να ριχτώ σ’ αυτό το μέλλον, σ’ αυτή τη ζωή, που καθημερινά με κατέπλησσε απ’ ό,τι διάβαζα με τόση λαχτάρα, που είναι χαρακτηριστικό της τέχνης και όλης της γοητείας της ποίησης.

Μα όπως ανέφερα κιόλας παραπάνω, η φαντασία μου είχε την πρωταρχική κυριαρχία πάνω στην ανυπομονησία μου, κι αληθινά, μονάχα στα όνειρά μου είχα τόση τόλμη, ενώ στην πράξη δείλιαζα από ένστιχτο μπροστά στο άγνωστο.

Σημείωμα του Εκδότη

 

Νιέτοτσκα Νιεσβάνοβα

Φιοντόρ Ντοστογιέβσκη

Μτφ.: Αθηνά Σαραντίδη

 

AΣ ΕΙΜΑΣΤΕ ειλικρινείς εξαρχής. Το βιβλίο αυτό είναι η πρώτη απόπειρα του Ντοστογιέβσκη να γράψει μυθιστόρημα! Επιφυλάσσει επίσης μια μεγάλη απογοήτευση στον αναγνώστη: είναι ημιτελές. Η συγγραφή του άρχισε το 1846, αλλά διακόπηκε άδοξα όταν ο Ντοστογιέβσκη εξορίστηκε στη Σιβηρία για καταναγκαστική εργασία. Πρόκειται, ωστόσο, για ένα πολύ ιδιαίτερο έργο του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα με τεράστια λογοτεχνική αξία, αν και παραγνωρισμένο.

Πρόκειται για την ιστορία ενός κοριτσιού που μαστίζεται από τη φτώχεια και τη μοναξιά. Ο θάνατος της μητέρας, ο αλκοολικός πατριός, η τρέλα, η κακοποίηση και πολλά άλλα... Το έργο καθίσταται συγκλονιστικό χάρη στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση, η ηρωίδα/αφηγήτρια ξεκινά τη διήγηση: “Τον πατέρα μου δεν τον θυμάμαι.” Ιδιαιτέρως πρωτοποριακό για την εποχή του ως προς την προσέγγιση της σεξουαλικότητας της νεαρής ηρωίδας. Και αδιαμφισβήτητα το πιο καλλιτεχνικό έργο του Φιοντόρ. Ο “μποέμ εαυτός” του συγγραφέα. Φυσικά το στοιχείο της απελπισίας και της θλίψης υπάρχει στην ψυχογράφηση των ηρώων και σε αυτό το έργο, όχι όμως τα γνωστά σκοτάδια στις ψυχές των ηρώων του μεγάλου Ρώσου.

Το βιβλίο μπορεί να αποτελέσει έξοχο εφηβικό ανάγνωσμα -ίσως κανένα άλλο από τα έργα του Ντοστογιέβσκη δεν έχει αυτό το προνόμιο-, καθώς η βασική ιδέα που το διατρέχει είναι ότι τα ταλέντα και οι καλλιτεχνικές τάσεις που δεν παντρεύονται με σκληρή δουλειά μπορούν να οδηγήσουν έναν νέο άνθρωπο στην καταστροφή.

Κωνσταντίνος Ι. Γκοβόστης

Ντοστογιέβσκη, Φιόντορ

Ο Φιόντορ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέβσκη γεννήθηκε στη Μόσχα στις 30 Οκτωβρίου (ιουλ.)/11 Νοεμβρίου (γρηγ.) του 1821. Ο πατέρας του, ιδιαίτερα μορφωμένος και ευλαβής χριστιανός, άσκησε σημαντική επιρροή στο συγγραφέα και κατ’ επέκταση στο έργο του.

Αφού ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του, έδωσε εξετάσεις και πέρασε στη Στρατιωτική Σχολή Μηχανικού, που όπως αργότερα αποδείχθηκε δεν τον ενδιέφερε ιδιαίτερα. Πάθος του ήταν η λογοτεχνία.

Η συγγραφική του σταδιοδρομία ξεκίνησε το 1844 με το έργο του Οι φτωχοί. Η σχέση του με τους σοσιαλιστικούς κύκλους των φουριεριστών οδήγησε στη σύλληψή του από την αστυνομία το 1849 και στη φυλάκισή του. Καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά τελικά, μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα του δόθηκε χάρη. Εξέτισε τετραετή ποινή σε καταναγκαστικά έργα στη Σιβηρία. 

Καταβεβλημένος σωματικά και ψυχικά επέστρεψε στη Ρωσία, όπου και επιδόθηκε στο συγγραφικό του έργο. Χρέη τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει για άλλη μια φορά την αγαπημένη του πατρίδα και να καταφύγει στην Ευρώπη μαζί με τη δεύτερη σύζυγό του Άννα Σνίτκιν. Η νοσταλγία όμως τον οδήγησε ξανά στην Πετρούπολη, όπου και πέθανε στις 28 Ιανουαρίου (ιουλ.)/9 Φεβρουαρίου (γρηγ.) του 1881.

Επιλέξτε νομό για να δείτε τα μεταφορικά του προϊόντος:

* Για πιο ακριβή αποτελέσματα προσθέστε όλα τα προϊόντα στο καλάθι σας και υπολογίστε τα μεταφορικά στην ολοκλήρωση της παραγγελίας. Οι δυσπρόσιτες περιοχές επιβαρύνονται με 2.5€

Στείλτε μας την απορία σας για το προϊόν.
 

Δείτε επίσης